Γεννημένος το 1910 στην περιοχή της Ηλείας στην δυτική Πελοπόννησο, ο Γιάννης Λάτσης προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του, Σπύρος Λάτσης ήταν παντοπώλης από το Κατάκολο. Ο Σπύρος παντρεύτηκε την Αφροδίτη Ευθυμίου και το ζευγάρι απέκτησε εννέα παιδιά, εκ των οποίων ο Γιάννης ήταν ο έκτος στην σειρά.
Αφού έγινε ένας εκ των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο, ο Λάτσης ποτέ δεν ξέχασε την καταγωγή του. Από το 1967 και έπειτα δημιούργησε ένα πρόγραμμα υποτροφιών για παιδιά και μαθητές στην Ηλεία καθώς επίσης χρηματοδότησε και άλλες εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες που εστιάζονταν στον τόπο καταγωγής του. Επίσης θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο ναυτικό παρά τον μεγιστάνα του πετρελαίου, τραπεζίτη και μεγαλοϊδιοκτήτη ακινήτων που έγινε αργότερα. Σήμα κατατεθέν του το καπέλο καπετάνιου με χρυσά σιρίτια, που φορούσε συχνά ακόμα και παρουσία μοναρχών, πριγκίπων, προέδρων και πρωθυπουργών.
Κάποιες από τις πρώτες του δουλειές ήταν χειριστής αποσκευών στο λιμάνι και ναύτης καταστρώματος σε πλοία. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο ίδιος ήταν 19 χρονών, ενισχύοντας τον ανεξάρτητο χαρακτήρα του Λάτση. Μετά την στρατιωτική θητεία του στο Πολεμικό ναυτικό προσπάθησε να καθιερωθεί ως πράκτορας ατμόπλοιων, ναυλομεσίτης, εμπορικός αντιπρόσωπος και ασφαλιστικός πράκτορας για τον Πύργο και το λιμάνι του Κατάκολου. Η περιπλανώμενη ματιά του ενδιαφερόταν επίσης για τον τουρισμό και, την 10ετία του ’30, για το εμπόριο Κορινθιακής σταφίδας και σουλτανίνας της περιοχής. Ξεκίνησε ως μεσάζων αγοραστής ανάμεσα στους παραγωγούς και στους μεγάλους εμπόρους αλλά σύντομα άρχισε να οργανώνει τους μικρούς καλλιεργητές και τους προσέφερε αποθηκευτικές εγκαταστάσεις στο λιμάνι οι οποίες του επέτρεπαν να διαλέξει μια πιο συμφέρουσα στιγμή για να πουλήσει το προϊόν.
Στην αρχή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Λάτσης παντρεύτηκε την Εριέττα Τσουκαλά και σχεδόν για δύο χρόνια υπηρέτησε άλλη μια φορά στο Πολεμικό ναυτικό καθώς η Ελλάδα συγκρούστηκε με την Ιταλία. Στην διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα, ο Λάτσης παρέμεινε στην Αθήνα μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειας. Μια φορά είχε συλληφθεί με την υποψία ότι βοήθησε στρατιώτες των Συμμάχων που είχαν παγιδευτεί στην Ελλάδα. Επίσης προσπάθησε να στήσει μια μικρή επιχείρηση παρασκευής ζυμαρικών στην Αθήνα αλλά αυτή πήρε τέλος το 1945 όταν μια πυρκαγιά κατέστρεψε τις εγκαταστάσεις και έπρεπε να αρχίσει από το μηδέν σε ένα δύσκολο μεταπολεμικό κλίμα.
Μετά τον πόλεμο, οι προσπάθειες του Λάτση να γίνει ένας ναυτιλιακός επιχειρηματίας ήταν εμφανείς σε διάφορους ναυτιλιακούς τομείς, αρχής γενομένης με τις επιβατηγούς συνδέσεις της Ελλάδας με τα νησιά. Το μεγαλύτερο μέρος του στόλου είχε καταστραφεί στην διάρκεια του πολέμου. Για κάποιο διάστημα ο Λάτσης εργάστηκε ως ναυτικός στα πλοία του Ευάγγελου Νομικού και στο τέλος της 10ετίας του ’40 φαίνεται να έχει αγοράσει το πρώτο του μικρό επιβατηγό πλοίο, το ‘Έφη’, ηλικίας 60 χρόνων , με δάνειο από τον εφοπλιστή. Ένα δεύτερο μικρό πλοίο, το ‘Νίκη’, σύντομα το ακολούθησε στην γραμμή εξυπηρέτησης του Αργοσαρωνικού. Στο τέλος του 1949, ο Λάτσης ήταν σε θέση να αποκτήσει ένα τρίτο, πολύ πιο σύγχρονο μηχανοκίνητο σκάφος, το ‘Laurana’, από την Εταιρία Ατμόπλοιων της Μάλτας. Το 18 κόμβων πλοίο, το οποίο μετονομάστηκε ‘Νεράιδα’ ήταν μια κλάση παραπάνω από τα άλλα στον τομέα του και κατανάλωνε πολύ λιγότερο καύσιμο από τα πιο αργά, μικρότερα ατμόπλοια.
Στην 10ετία του ’50, παρήγγειλε τα πρώτα του νεότευκτα επιβατηγά πλοία από την Σουηδία και διεύρυνε την λειτουργία σε μακρύτερες διαδρομές, κυρίως στην Κρήτη. Επίσης πιστώνεται την εισαγωγή του πρώτου γνήσιου ταχύπλοου στην Ελλάδα, του ‘Εξπρές’, το οποίο μείωσε τον χρόνο των ταξιδιών στον Αργοσαρωνικό κατά δύο ή τρείς ώρες. Μερικά χρόνια αργότερα, ωστόσο, εγκατέλειψε τις παράκτιες υπηρεσίες για να επικεντρωθεί στην ανάγκη που εμφανίστηκε για τις μεταφορές των μεταναστών από την Ελλάδα στην Αυστραλία.
Το 1959, ίδρυσε την Latsis Line, αγοράζοντας δύο 30 χρόνων πλοία, το Highland Brigade και το ‘Highland Brigade’ και το ‘Highland Princess’ από την Nelson Line. Μετονομαζόμενα σε ‘Henrietta’ και ‘Marianna’, μετασκευάστηκαν με καλύτερα καταλύματα αλλά επίσης με την προοπτική να μεταφέρουν έως 8.000 τόννους κατεψυγμένου κρέατος στο ταξίδι της επιστροφής από την Αυστραλία. Αλλά η οικογένεια Χανδρή ήταν λίγο πιο γρήγορη, ξεκινώντας τις Γραμμές Χανδρή και εξυπηρετώντας την Αυστραλία με το ‘Πατρίς’, το οποίο σύντομα ακολουθήθηκε και από ένα δεύτερο πλοίο. Εκτιμώντας πως η ζήτηση δεν μπορούσε να υποστηρίξει και τις δύο εταιρίες, πούλησε το ένα εκ των δύο πλοίων και στην συνέχεια το άλλο ναυλώθηκε στο βασίλειο της Λιβύης. Αυτό καθιέρωσε μια γραμμή εξυπηρέτησης στο Σαουδαραβικό λιμάνι της Τζέντα για να διευκολύνει τους μουσουλμάνους προσκυνητές που επισκέπτονταν την Μέκκα.
Ήταν ένα μεγάλο βήμα προς μια σχέση για τον Λάτση με τον Αραβικό κόσμο που επρόκειτο να γίνει σημαντική . Θεωρείτο πρωτοπόρος ανάμεσα στους ανεξάρτητους Ευρωπαίους επιχειρηματίες δημιουργώντας διασυνδέσεις με τα αναδυόμενα πλούσια σε πετρέλαιο έθνη της Μέσης Ανατολής. Στις αρχές τις 10ετίας του ’60, διεύρυνε δραματικά τον στόλο επιβατηγών πλοίων με εξαγορές από την P&Ο, την Ολλανδική κυβέρνηση και την American President Lines. Τα πλοία του μετέφεραν προσκυνητές από διάφορες μουσουλμανικές χώρες στην Σαουδική Αραβία, και ο Λάτσης ήταν έτοιμος να παίξει βασικό ρόλο στην ενίσχυση των δεσμών μεταξύ της Ελλάδας και των Αραβικών χωρών. Πάντως, το 1967 ο Πόλεμος των Έξι Ημερών ανάμεσα στο Ισραήλ και στις Αραβικές χώρες, και το αποτέλεσμα του κλεισίματος της Διώρυγας του Σουέζ για πολλά χρόνια, έβαλε τέλος στην λειτουργία της επιχείρησης και ο Λάτσης τελικά διέλυσε τον στόλο.
Την ίδια στιγμή, οι εμπορικές του δραστηριότητες τον είχαν σταδιακά οδηγήσει στην ιδιοκτησία πλοίων ξηρού φορτίου και δεξαμενόπλοιων. Ο Γιάννης Λάτσης αγόρασε το πρώτο του φορτηγό το 1955 και το λειτούργησε κυρίως μεταξύ Ελλάδας και Βορείου Αφρικής. Το 1957 αγόρασε άλλα δύο φορτηγά πλοία από έναν άλλο Έλληνα εφοπλιστή, τον Αλέξανδρο Τσαβλίρη – το ‘Ανδρέας Τσαβλίρης’ και το ‘Νικόλας Τσαβλίρης’. Τα μετονόμασε Suez και Libya. Την 10ετία του ’60 είχε έναν στόλο αποτελούμενο από τέσσερα φορτηγά πλοία και είχε επεκτείνει τις δραστηριότητές του στα λιμάνια των Βαλκανίων και της Μαύρης Θάλασσας, καθώς επίσης και της βόρειας Ευρώπης. Πρώτα και κυρίως τα πλοία μετέφεραν τα δικά του φορτία, όπως καπνά που διατηρούσε σε αποθήκες στην Θεσσαλονίκη.
Μπήκε στην αγορά των δεξαμενόπλοιων το 1958 με ένα μικρό δεξαμενόπλοιο, το ‘Σπύρος’, να μεταφέρει μελάσα, ένα αγαθό το οποίο ήδη εμπορευόταν, από την Αίγυπτο στον Βόλο για μια βιοτεχνία ζάχαρης στην Λάρισα. Το πρώτο πετρελαιοφόρο ακολούθησε το 1961 και άρχισε να ναυλώνει δεξαμενόπλοια υπό Αιγυπτιακή σημαία. Στα 1963 μετέφερε 400.000 τόννους πετρέλαιο ετησίως και την ίδια χρονιά απέκτησε άλλα τέσσερα δεξαμενόπλοια εκ των Τ-2 τύπου πλοίων της εποχής του πολέμου. Την ίδια στιγμή παρήγγειλε δύο νεότευκτα δεξαμενόπλοια των 66.000 τόννων και των 74.000 τόννων από την Ιαπωνία και συνέχισε να αυξάνει τον στόλο του με περαιτέρω εξαγορές.
Ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί τον εαυτό του μια ναυτική προσωπικότητα. Την 10ετία του ’80 δώρισε 10 εκατομμύρια δολάρια στο προβληματικό εθνικό Ταμείο Συντάξεων Ναυτικών. Το 1986, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του σοσιαλιστή κυβερνήτη Ανδρέα Παπανδρέου προς τους εφοπλιστές να υποστηρίξουν την Ελληνική σημαία. Τέσσερα νεοαποκτηθέντα ultra-large υπερδεξαμενόπλοια που αγόρασε φτηνά ο Όμιλος Λάτση στο τέλος της διεθνώς καταστροφικής ναυτιλιακής ύφεσης, νηολογήθηκαν στην Ελλάδα. Συμπεριλάμβαναν το 550.000 τόννων ‘Hellas Fos’, το παγκοσμίως δεύτερο μεγαλύτερο πλοίο. Το μεγαλύτερο που ήταν ποτέ σε Ελληνικά χέρια, αμέσως βαπτίστηκε ναυαρχίδα του Ελληνικού εμπορικού ναυτικού. Λόγω της εισροής των υπερδεξαμενόπλοιων, η εταιρία του, Bilinder Marine Corporation στα 1990 είχε έναν στόλο χωρητικότητας 3,8 εκατομμυρίων τόνων, τον δεύτερο μεγαλύτερο από οποιονδήποτε άλλον Έλληνα εκείνης της εποχής.
Με τεράστια ενεργητικότητα στα 60 και στα 70 του χρόνια, ο Λάτσης διεύρυνε την αυτοκρατορία του και σε άλλους τομείς. Την 10ετία του ’60 είχε ονειρευτεί κοινοπραξίες με Αραβικές εταιρίες πετρελαίου. Το 1968 αγόρασε μια μικρή Ελληνική εμπορική πετρελαϊκή εταιρία σε έναν μεγάλο χώρο γής δίπλα στην θάλασσα στην Ελευσίνα και την επόμενη χρονιά ίδρυσε την Πετρόλα Ελλάς. Τον Μάιο του 1971 απόκτησε την άδεια να εισάγει 10 εκατομμύρια δολάρια για να κατασκευάσει ένα εξαγωγικό διυλιστήριο στην τοποθεσία. Το διυλιστήριο της Πετρόλα Ελλάς άρχισε να λειτουργεί τον Δεκέμβριο του 1971 με την μεγαλύτερη χωρητικότητα αποθήκευσης από οποιοδήποτε άλλο διυλιστήριο στην Ελλάδα, και το δεύτερο από πλευράς ικανότητας διύλισης. Καθώς και με την πρώτη του επιχείρηση εμπορίου σταφίδων, ο Λάτσης πίστευε πως η δυνατότητα αποθήκευσης ήταν το κλειδί που θα του παρείχε εμπορική ευελιξία. Αυτή η στρατηγική απέδειξε την αξία της στις δύο πετρελαϊκές κρίσεις που συγκλόνισαν την αγορά στην 10ετία του ’70.
Τα επόμενα χρόνια, ο Γιάννης Λάτσης επέκτεινε τα συμφέροντα της επιχείρησής του με τον Αραβικό κόσμο και ιδιαίτερα με την Σαουδική Αραβία. Μία τεχνική εταιρία, η Πετρόλα Μηχανικών Διεθνής, ανέλαβε τεράστιες βιομηχανικές συμβάσεις, περιλαμβανομένης της κατασκευής διυλιστηρίου και εγκαταστάσεις λιμένος. Την 10ετία του ’70 δημιούργησε επίσης ένα τμήμα διάσωσης, το οποίο ανέλαβε την απομάκρυνση ναυαγίων στην Σαουδική Αραβία. Κοντινοί δεσμοί με την βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας είδαν την Πετρόλα Διεθνή να κατασκευάζει μία ιδιωτική προβλήτα για τις θαλαμηγούς του βασιλιά Khalid. Το 1978, αγόρασε για λογαριασμό του βασιλιά Khalid την διάσημη θαλαμηγό του Νιάρχου ‘Atlantis’, το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο σκάφος αναψυχής. Το πλέον αξιοσημείωτο όλων, η κοινοπραξία του Όμιλου Λάτση του διυλιστηρίου του Ράμπιχ με την κρατική εταιρία πετρελαίου Petromin τελικά άρχισαν να λειτουργούν το 1989. Το διυλιστήριο ήταν ένα από τα μεγαλύτερα των χωρών του ΟΠΕΚ με δυνατότητα διύλισης 325.000 βαρελιών την ημέρα.
Την 10ετία του ’80 ο όμιλος επίσης εστράφη προς τις τραπεζικές επιχειρήσεις. Ο Λάτσης απέκτησε την Banque de Depots, μια μικρή τράπεζα της Γενεύης η οποία νωρίτερα ανήκε στον Ωνάση. Αρχικά χρησιμοποιείτο κυρίως για να εξυπηρετεί τις συναλλαγές του ομίλου. Αλλά το 1989 η Private Bank and Trust Company ιδρύθηκε με αρχικό κεφάλαιο 100 εκατομμύρια στερλίνες και φιλοδοξίες να δημιουργήσει μια σημαντική παρουσία στον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα. Την επόμενη χρονιά η οικογένεια επίσης ίδρυσε την Eurobank, η οποία σύντομα θα γινόταν μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες στην Ελλάδα.
Άλλοι τομείς ενδιαφέροντος για τον Λάτση περιλάμβαναν ακίνητη περιουσία και ανάπτυξη, ιδιαίτερα στην Ελλάδα και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 1981, ο Λάτσης αγόρασε το Bridgewater House στο Λονδίνο ως την έδρα των επιχειρήσεών του στην Αγγλία. Στην πρόσκληση του Λάτση, το εντυπωσιακό Βικτωριανό παλάτι, κοντά στο Παλάτι του Buckingham, τον Ιούλιο του 1990 φιλοξένησε την πρώτη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η σύνοδος ήταν σημαντική για την Διακήρυξη του Λονδίνου για μια Μετασχηματισμένη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Για πολλά μέλη του κοινού, θα πρέπει να ήταν η πρώτη σύσταση στο όνομα Λάτσης.
Ο Γιάννης Λάτσης συχνά φιλοξενούσε βασιλείς και παγκόσμιους ηγέτες στις θαλαμηγούς του – πράγμα το οποίο φαίνεται να τον βάζει στο ίδιο γκρούπ με τους αρχέτυπους ‘Χρυσούς Έλληνες’ : τον Ωνάση και τον Νιάρχο. Σε αντίθεση, ωστόσο, ήταν ουσιαστικά ένας ιδιωτικός άνθρωπος. Οι θαλαμηγοί χρησιμοποιήθηκαν επίσης για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Το 1986, το Marianna IX αιφνιδίως απομακρύνθηκε από τα καθήκοντά του ως ενός πλωτού ξενοδοχείου για του εργαζόμενους της Πετρόλα στην Ράμπιχ προκειμένου να παρέχει καταλύματα έκτακτης ανάγκης στους σεισμόπληκτους της Καλαμάτας. Έμεινε εκεί για δύο χρόνια.
Η γενναιοδωρία του συχνά κατευθύνθηκε στην αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών και ήταν αυθόρμητη. Την 10ετία του ’80 προσέφερε στην Ελληνική πολιτεία εξοπλισμό για το Πυροσβεστικό Σώμα, την Αστυνομία και για το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Επίσης δημιούργησε ένα πρόγραμμα για να υποστηρίξει Έλληνες εκπατρισμένους στην Αλβανία. Από τον θάνατό του το 2003 σε ηλικία 93 ετών, το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση έχει συνεχίσει να παρέχει χρηματοδότηση στο όνομά του για ειδικές κοινωνικές ανάγκες.