Ο πρόωρος θάνατος του Δημήτρη Μανιού το 1995 σε ηλικία 43 ετών στέρησε την ελληνική ναυτιλία από έναν γοητευτικό νεαρό μεγιστάνα που είχε αρχίσει να συγκρίνεται με το πρότυπο του «χρυσού Έλληνα» εφοπλιστή, τον Αριστοτέλη Ωνάση.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Μανιός και τα αδέρφια του μεγάλωσαν στο Παγκράτι, όπου η οικογένεια είχε ένα παντοπωλείο από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ωστόσο, η οικογένεια περιήλθε σε δυσκολίες πριν τα παιδιά τελειώσουν το σχολείο. Ο κατά 22 μήνες μεγαλύτερος αδερφός του Μανιού, ο Βασίλης, επιθυμούσε να σπουδάσει ιατρική, αλλά αντ’ αυτού μπάρκαρε ώστε να αποκτήσει χρήματα για να στηρίξει την οικογένεια πιο άμεσα.

Ο Δημήτρης ήταν αρχικά αποφασισμένος να ακολουθήσει τα βήματα του αδελφού του, φτάνοντας στο σημείο να αποκτήσει φυλλάδιο ναυτικού, αλλά ο Βασίλης τον απέτρεψε. Αντ’ αυτού, εντάχθηκε στην αστυνομία, και την οποία υπηρέτησε για αρκετά χρόνια έως ότου εκπληρώθηκαν οι στρατιωτικές του υποχρεώσεις.

Σπούδασε σε νομική σχολή, όπου έκανε τις πρώτες του γνωριμίες με μέλη εφοπλιστικών οικογενειών. Τα καλοκαίρια πουλούσε σουβλάκια για να συντηρείται οικονομικά.

Τα πρώτα βήματα στη ναυτιλία

Το 1975, ο Μανιός ξεκίνησε την επιχειρηματική του καριέρα μαζί με τον αδελφό του, πουλώντας αρχικά καύσιμα σε σκάφη αναψυχής στις μαρίνες της Αθήνας. Συμμετείχε στην εταιρεία Ship Oil και σταδιακά δημιούργησε ένα πελατολόγιο με αρκετές επεκτεινόμενες ναυτιλιακές εταιρίες της εποχής.

Με το εμπόριο πετρελαίου ο Μανιός ξεκίνησε να χτίζει την περιουσία του κι ένα αρχικό δίκτυο φίλων και επαφών στον κλάδο. Στις αρχές του 1977 ιδρύει την Petroman, μια εταιρία που ειδικευόταν στην εμπορία καυσίμων και λιπαντικών σε πλοιοκτήτες.

Μεταξύ των βασικών σχέσεων που δημιούργησε ο Μανιός στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ήταν με την γαλλική Διεθνή Τράπεζα Δυτικής Αφρικής (Banque Internationale pour l’Afrique Occidentale, ΒΙΑΟ), που αντιμετώπιζε προβλήματα με μια σειρά από ναυτιλιακά δάνεια, την περίοδο που ο κλάδος της ναυτιλίας αντιμετώπιζε μια από τις μεγαλύτερες υφέσεις του.

Η ίδρυση της Transman

Το 1986 γεννήθηκε η Transman Shipping Enterprises. Ο Μανιός έγινε πλοιοκτήτης σε μια ιδανική χρονική συγκυρία, αφού η Transman ξεκίνησε λίγο πριν το τέλος της ναυτιλιακής κρίσης, όταν οι αξίες των πλοίων είχαν πέσει σε ιστορικά χαμηλά.

Οι δύο πρώτες αγορές της εταιρίας ήταν ιαπωνικής κατασκευής αδελφά φορτηγά χύδην φορτίου handysize που αγοράστηκαν από την K-Line και ονομάστηκαν Saint Dimitrios και Saint Vassilios. Άλλα πλοία προέρχονταν από την BΙΑΟ, όμως δεν ήταν πάντα του απαιτούμενου επιπέδου, κι ορισμένα χρειάζονταν μεγάλες επενδύσεις απλώς και μόνο για να επανέλθουν σε αξιοπρεπή κατάσταση. Η ραγδαία ανάπτυξη του στόλου έδωσε στον Μανιό την ευκαιρία να πουλήσει ορισμένα πλοία σε μια σημαντική στιγμή, καθώς μετά την κρίση, η αξία πλοίων παγκοσμίως τριπλασιάστηκε ή και τετραπλασιάστηκε, προσφέροντας θεαματικά κέρδη.

Ενδεικτικό της ραγδαίας ανέλιξής του, το 1989 ο νεαρός μεγιστάνας πλήρωσε περισσότερα από 7 εκατομμύρια δολάρια για να αγοράσει ένα παγκοσμίου φήμης μηχανοκίνητο γιοτ, μήκους 47 μέτρων, το Parts VI, το οποίο μετονόμασε σε Madiblue D.

Με τον αδερφό του Βασίλη να διευθύνει το γραφείο στην Ελλάδα, ο Δημήτρης ταξίδευε για έως και 250 ημέρες ετησίως.

Σε αυτά τα ταξίδια κυνήγησε μια μεγάλη ποικιλία επιχειρηματικών ευκαιριών, σύναψε συμφωνίες, ενίσχυσε τις σχέσεις τους με χρηματοδότες και καλλιέργησε φιλίες με ένα εντυπωσιακό αριθμό αρχηγών κρατών, πολιτικών, γαλαζοαίματων και διεθνών ηγετών στον κόσμο της βιομηχανίας και των οικονομικών. Συνήθως τα ταξίδια του τα έκανε με ένα νέο τζετ που είχε αποκτήσει η εταιρία κι ο Μανιός έπαιρνε συχνά ένα από τα αγαπημένα του σκυλιά μαζί.

Η ραγδαία ανέλιξη

Μέχρι το 1990 περισσότερο από το μισό του στόλου είχε πωληθεί με κέρδος, κυρίως σε νορβηγικά επενδυτικά σχήματα, δημιουργώντας εκτιμώμενα έσοδα περίπου 200 εκατομμυρίων δολαρίων. Η Transman συνέχισε ενεργά να αγοράζει και να πουλά πλοία στην αγορά μεταχειρισμένων, επικεντρώνοντας κυρίως σε πλοία μεταφοράς ξηρού χύδην φορτίου, αλλά και διαφοροποιώντας σε πλοία γενικού φορτίου, πλοία-ψυγεία και πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.

Εκτός από τον στόλο ξηρού φορτίου που διαχειριζόταν η Transman, το 1991 ιδρύθηκε μια αδελφή εταιρία, η Transoil, για δεξαμενόπλοια. Ένας στόλος suezmaxes και ένα εξαιρετικά μεγάλο πλοίο μεταφοράς αργού πετρελαίου αποκτήθηκαν γρήγορα σε συνεργασία με τον εφοπλιστή Λου Κολλάκη της Chartworld.

Μανιός και Κολλάκης αγόρασαν επίσης το ιστορικό ναυπηγείο Pallion στο Sunderland από την βρετανική κυβέρνηση, με στόχο να αποκαταστήσουν τη δραστηριότητά του στο τέλος του μορατόριουμ στη ναυπηγική που είχε επιβληθεί τότε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δυστυχώς, τα σχέδια παρεμποδίστηκαν για πολλά χρόνια μετά την παράταση της διάρκειας αναστολής της λειτουργίας του από τις Βρυξέλλες και περαιτέρω καθυστερήσεις προκλήθηκαν από τοπικές πολιτικές εξελίξεις.

Ταυτόχρονα, ο Μανιός ήθελε να επενδύσει στην Ελλάδα κι οι ορίζοντές του εκτείνονταν πολύ πέρα ​​από τη ναυτιλιακή αγορά. Μαζί με έναν συνεργάτη του, φαινόταν να κερδίζει τον διαγωνισμό για την απόκτηση του καταπονημένου Ναυπηγείου Νεωρίου στη Σύρο, αν και τελικά η συμφωνία παρεμποδίστηκε. Συνεργάστηκε επίσης με άλλους Έλληνες πλοιοκτήτες σε μια κοινοπραξία για τη διάσωση των Ελληνικών Ναυπηγείων στον Σκαραμαγκά, αλλά αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Εξέτασε επίσης ξενοδοχειακά έργα στην Ελλάδα και απέκτησε ακίνητη περιουσία στις ΗΠΑ.

Ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, η ομάδα του έκανε την πρώτη παραγγελία νεότευκτων – για δύο δεξαμενόπλοια aframax – στην Hyundai, την οποία ακύρωσε αργότερα καθώς ο Μανιός θεώρησε ότι ο σχεδιασμός χρειαζόταν τροποποίηση για να καλύψει τις νέες απαιτήσεις ασφάλειας της βιομηχανίας πετρελαίου.

Είχε επίσης σχέδια που θα έβαζαν τον όμιλο σε τροχιά για μια πιθανή εισαγωγή σε χρηματιστηριακές αγορές στο μέλλον.

Όταν απεβίωσε τον Απρίλιο του 1995, ο Μανιός άφησε τις Transman και Transoil με στόλο πλοία μεταφοράς χύδην φορτίου που είχαν χωρητικότητα κοντά στα 2 εκατομμύρια τόνους.

Την ναυτιλιακή δραστηριότητα του Μανιού συνεχίζουν μέχρι σήμερα ο αδερφός του Βασίλης Μανιός και η αδερφή του Λίζα Μανιού-Ζαχαρίου.