Ο Κώστας Λαιμός, λιγότερο μοντέρνος από τον Ωνάση ή τον Νιάρχο, θεωρείτο ωστόσο ένας από τους ‘Χρυσούς Έλληνες’ της μεταπολεμικής άνθισης της ναυτιλίας από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Ίσως επειδή ήταν ένας λιτός και μετριόφρων άνθρωπος και ελάχιστες λεπτομέρειες έγιναν γνωστές σχετικά με το αληθινό μέγεθος της αυτοκρατορίας που έχτισε, προσέλκυε εικασίες και παρατσούκλια. Ένα ήταν ‘Ο Βασιλιάς των Μετρητών’, ένα άλλο ‘Ο Χρυσοδάκτυλος’.
Είχε την φήμη ιδιοφυίας και με πολλούς τρόπους ξεπέρασε τους περισσότερο δημόσια γνωστούς ανθρώπους της εποχής του.
Γεννημένος στην πλέον εξέχουσα ναυτιλιακή οικογένεια του μικροσκοπικού νησιού των Οινουσσών, κοντά στην Χίο ο Λαιμός ήταν γνωστός σαν παιδί για το πόσο σκληρά μελετούσε. Η οικογένεια του Λαιμού ήταν ήδη καθιερωμένη στην ναυτιλία από τον 19ο αιώνα και ο πατέρας του, ο Μιχαήλ, ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας ο οποίος είχε στην ιδιοκτησία του έναν μικρό στόλο από ατμόπλοια και ήταν ανάμεσα στους ιδρυτές της Ναυτιλιακής Τράπεζας Πειραιώς.
Ο Κώστας Μ. Λαιμός σπούδασε νομικά, αλλά μελετούσε ευρύτατα, και απέκτησε γνώσεις πάνω σε ποικιλία θεμάτων. Αποφοίτησε από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και στην συνέχεια πήγε να δουλέψει στην θάλασσα σε ένα εκ των πλοίων της οικογένειας Λαιμού. Μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια πέτυχε να πάρει τα διαπιστευτήριά του ως καπετάνιος και είχε την υποδομή και προετοιμασία για να ξεκινήσει την προσωπική του σταδιοδρομία στην ναυτιλία. Ουσιαστικά αυτή άρχισε στο Λονδίνο όπου το 1937 ίδρυσε την Λύρας και Λαιμός μαζί με τους εξαδέλφους του Μάρκο και Κώστα Λύρα. Μετά το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου εγκαταστάθηκε στην Νέα Υόρκη όπου βοήθησε τον Εμμανουήλ Κουλουκουντή στην διοίκηση ενός στόλου αποτελούμενου από 15 πλοία Liberty τα οποία λειτουργούσαν εκπατρισμένοι Έλληνες στην υπηρεσία των σκοπών των Συμμάχων. Στην πραγματικότητα, ήταν ο γενικός διευθυντής της Επιτροπής της Ελληνικής Ναυτιλίας της Νέας Υόρκης. Σε όλη την διάρκεια της σταδιοδρομίας του, εύρισκε χρόνο να διατηρεί την συμμετοχή του με συνέπεια σε επιτροπές και ιδρύματα της ναυτιλιακής βιομηχανίας, περιλαμβανομένων τριών 10ετιών στο διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης των Ελλήνων Εφοπλιστών.
Η οικογένεια του Λαιμού είχε χάσει τρία ατμόπλοια στην διάρκεια του πολέμου, ως εκ τούτου πληρούσε τις προϋποθέσεις να αγοράσει ένα εκ των πλοίων Liberty τα οποία είχαν διατεθεί σε Έλληνες αγοραστές μετά το τέλος του πολέμου. Αυτό ήταν το ‘John Drew’, κατασκευασμένο το 1943, το οποίο μετονομάστηκε ΄Μιχαήλ’, το όνομα του πατέρα του. Όταν παρέλαβε το πλοίο τον Ιανουάριο του 1947, είχε ήδη ιδρύσει την εταιρία C. M. Lemos στο Λονδίνο η οποία θα λειτουργούσε ως η έδρα της επιχείρησής του. Στην επόμενη 10ετία διεύρυνε σταδιακά τον στόλο του από πλοία Liberty αλλά, σχεδόν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, είδε τις πολλές ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν για την ναυτιλία στην διάρκεια της μεταπολεμικής ανάπτυξης.
Προς τα τέλη της 10ετίας του ’50, είχε ήδη παραγγείλει τα πρώτα του φορτηγά πλοία εναλλαγής χύδην ξηρού/υγρού φορτίου και φορτηγά ξηρού/υγρού φορτίου, έναν επαναστατικό σχεδιασμό που συνδύαζε δεξαμενόπλοιο και πλοίο χύδην ξηρού φορτίου. Παρ’ όλο που κάποιοι πειραματισμοί είχαν πραγματοποιηθεί νωρίτερα σχετικά με την συνδυαστική ιδέα της μεταφοράς, τον Λαιμό θα τον θυμούνται για πάντα ως έναν εκ των πρωτοπόρων αυτού του τύπου πλοίων.
Ο Λαιμός ήταν παθιασμένος με την επιστήμη και την τεχνολογία, καθώς επίσης είχε ακατάπαυστο ενδιαφέρον για τις τέχνες, την πολιτική και την φιλοσοφία. Στην σταδιοδρομία του αναζήτησε καλύτερες τεχνολογικές λύσεις για τα πλοία που κατασκεύασε. Επίσης προσέλαβε μια ομάδα ανθρώπων υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης. Ο Κ. Μ. Λαιμός πιστώνεται την εισαγωγή οριζόντιων στεγανών διαφραγμάτων για τα συνδυαστικών φορτίων πλοία του τα οποία βελτίωσαν την χωρητικότητα και την σταθερότητα των φορτίων. Επίσης έχει ειπωθεί πως ήταν ο πρώτος μεγάλος Έλληνας εφοπλιστής ο οποίος κατασκεύασε τα μεγαλύτερα πλοία χύδην φορτίου της εποχής με γέφυρα στην πρύμνη, παρά στο μέσον του πλοίου , που ήταν η επικρατούσα τάση.
Ήταν ανάμεσα στους πρώτους που έδωσαν παραγγελίες σε Ιάπωνες ναυπηγούς στην 10ετία του ’50 και ήταν τέτοια η ποσότητα της δουλειάς που έδωσε στα ναυπηγεία αυτής της χώρας ώστε το 1965 τιμήθηκε από την Ιαπωνία για την συμβολή του στην οικονομική της ανάπτυξη.
Εμπορικά, ο Λαιμός ήταν ιδιαίτερα έξυπνος. Απολάμβανε μακροχρόνιες συμβάσεις ναυλώσεων από μεγάλους ιδιοκτήτες φορτίων όπως την αμερικανική εταιρεία χάλυβα US Steel. Ήταν σε θέση, για παράδειγμα, να παρέχει καλύτερη τιμή απ’ ότι πληρωνόταν η εταιρεία του ανά τόνο φορτίου προσφερόμενος να πραγματοποιήσει την συμφωνία σε λιγότερα ταξίδια με μεγαλύτερα πλοία που παραλάμβανε από τα ναυπηγεία. Αυτό αψήφησε την συνήθη λογική της οικονομίας κλίμακας. Τα συνδυαστικά φορτηγά του μπορούσαν να μεταφέρουν πετρέλαιο από τον Περσικό Κόλπο στην Βραζιλία και στην συνέχεια σιδηρομετάλλευμα από την Νότια Αμερική στην Άπω Ανατολή σε ποσότητες που συγκριτικά ανταγωνίζονταν τους γίγαντες της σημερινής αγοράς μεταλλευμάτων.
Στα μέσα της 10ετίας του ’60, ήδη πειραματιζόταν με ένα φορτηγό εναλλαγής χύδην ξηρού/υγρού φορτίου των 70.000 τόννων με διπλό κέλυφος στα ναυπηγεία Ishikawajima-Harima Heavy Industries (IHI). Αυτό συνέβη 20 χρόνια πριν παραγγελθούν τα πρώτα δεξαμενόπλοια διπλού πυθμένα από Ελληνική εταιρία. Το 1971, παρέλαβε τα 174.000 τόνων ΟΒΟs Rhetoric και Romantic από την Nippon Kokan, τα μεγαλύτερα φορτηγά χύδην φορτίου στον κόσμο. Εν τω μεταξύ πολύ μεγάλα πετρελαιοφόρα φορτηγά (VLCCs) έβγαιναν από την παραγωγική γραμμή των ναυπηγείων A. G. Weser στην Γερμανία.
Στις αρχές της 10ετίας του ’80, είχε ξεπεράσει εξεζητημένους αντιπάλους και είχε υπό τον έλεγχό του έναν στόλο με δυνατότητα μεταφοράς περισσότερο από 2 εκατομμύρια τόνους, τον μεγαλύτερο από οποιονδήποτε Έλληνα εφοπλιστή. Στα επόμενα πέντε χρόνια, μείωσε δραματικά το μέγεθος του στόλου. Κάποια πλοία πουλήθηκαν πριν από την χειρότερη των ναυτιλιακών κρίσεων των αρχών της 10ετίας του ’80, μειώνοντας αποφασιστικά την ζημιά που υπέστη η επιχείρηση, παρά το γεγονός πως κάποια πλοία πουλήθηκαν μεσούσης της ναυτιλιακής ύφεσης. Το 1986 ο στόλος της C. M. Lemos είχε μειωθεί στα μόλις πέντε πλοία.
Τα ενδιαφέροντά του και ακόμα και οι επιχειρηματικοί του ορίζοντες ήταν πολύ ευρύτεροι από τα ναυτιλιακά. Είχε σημαντική συμμετοχή σε διεθνείς αγορές ακινήτων και χρηματιστηριακές μετοχές, και φημολογείτο πως ήταν μεγαλομέτοχος σε πολλές Αμερικανικές τράπεζες. Αλλά η αυτοκρατορία ήταν τόσο μεγάλη και τόσο χαμηλών τόνων που ακόμα και οι εκ των έσω δεν ήταν σίγουροι για το πεδίο δράσης της. Ωστόσο, ο ίδιος ο Λαιμός, φαινόταν να έχει τα πάντα υπό τον έλεγχό του. Εκτός του ότι ήταν πανέξυπνος οικονομικά και τεχνολογικά, δεν παρέβλεψε ποτέ τον ανθρώπινο παράγοντα στην ναυτιλία, ή στην ζωή γενικά. Ήταν ένας μεγάλος συμμετέχων στην ναυτική εκπαίδευση στην Ελλάδα και πίστευε πως το ότι είναι ένα έθνος ναυτικών ήταν το μυστικό για την ανάπτυξη της χώρας στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Όπως πολλοί εκ των σκοπών που υποστήριξε, οι δωρεές πέρασαν κυρίως χωρίς προβολή.
Ο Λαιμός δεν περικυκλώθηκε με τα ακριβά παιχνίδια κάποιων εκ των άλλων ‘Χρυσών Ελλήνων’ – θαλαμηγούς, φανταχτερά αυτοκίνητα ή ιδιωτικά αεροπλάνα. Ήταν πέρα για πέρα καθημερινός, ποτέ δεν τον αναγνώρισαν στον δρόμο. Παρά τον διεθνή χαρακτήρα της επιχείρησής του, θεωρούσε πολύτιμη την οικογενειακή ζωή στο σπίτι, την οποία απολάμβανε μετά τον γάμο του με την Μέλπω Πατέρα, κόρη μιας άλλης ναυτιλιακής οικογένειας και με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.