Κανένας Έλληνας εφοπλιστής δεν ήταν περισσότερο φιλόδοξος, ούτε πιο εκλεπτυσμένος στην αισθητική του, όσο ο Σταύρος Νιάρχος, ο μεγάλος ανταγωνιστής του Αριστοτέλη Ωνάση.

Μαζί με τον Ωνάση, ήταν οι αυθεντικοί ‘Χρυσοί Έλληνες’, μια περιγραφή που τελικά ίσχυσε για μια ολόκληρη γενιά δυναμικών εφοπλιστών από την Ελλάδα οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με ιδιαίτερα ευρηματικό τρόπο στην εκρηκτική ζήτηση που ανέκυψε για μεταφορές δια θαλάσσης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Έζησε περισσότερο από τον Ωνάση και επίσης ξεπέρασε τον ανταγωνιστή του σε θέματα περιουσίας και μεγέθους του στόλου του, ακόμη και αν στα μάτια του κοινού μερικές φορές επισκιάστηκε από τον πρώην σύγγαμβρό του.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Σταύρος Νιάρχος γεννήθηκε το 1909, γιός του Σπύρου Νιάρχου και της Ευγενίας Κουμάνταρου, με καταγωγή και των δύο από την Σπάρτη. Ο Σπύρος είχε ακολουθήσει το κύμα των Ελλήνων μεταναστών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 19ου αιώνα και είχε γίνει αρκετά επιτυχημένος ως συνέταιρος σε ένα εστιατόριο και ζαχαροπλαστείο στο Μπάφαλο, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης.

Μετά τον γάμο του με την Ευγενία, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά επέστεψε στην Ελλάδα για την γέννηση του Σταύρου, του δεύτερου παιδιού τους. Στην Ελλάδα, ο Σπύρος χρηματοδότησε μία επέκταση της επιχείρησης εμπορίου σιτηρών της οικογένειας της συζύγου του. Μαζί με τους κουνιάδους του κατασκεύασαν έναν αλευρόμυλο στο λιμάνι του Πειραιά. Αλλά ενώ ο Σταύρος ήταν ακόμα στο σχολείο, ο πατέρας του έχασε όλα του τα χρήματα παίζοντας στο Χρηματιστήριο των Αθηνών, πράγμα το οποίο τον ανάγκασε να βγάλει τον γιό του από το ιδιωτικό σχολείο. Η ντροπή που ένιωσε ο πατέρας του, και η απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου της οικογένειας, είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην προσωπικότητα του Σταύρου, δίνοντας έναυσμα στις φιλοδοξίες του. Στις δικές του επιχειρηματικές συναλλαγές, ποτέ δεν αμέλησε να προστατέψει τον εαυτό του απέναντι στους χειρότερους κινδύνους.

Παρά το γεγονός ότι ο Νιάρχος προσέβλεπε στην παρακολούθηση της νομικής σχολής, είναι αμφίβολο αν αποφοίτησε ως δικηγόρος. Η οικογένεια χρειαζόταν χρήματα, έτσι πήγε να εργαστεί στον αλευρόμυλο των θείων του το 1928. Κέρδισε την εκτίμησή τους, παρ’ όλο που έγινε πασίγνωστος επίσης και για το γεγονός ότι απολάμβανε την νυχτερινή ζωή της Αθήνας και του Πειραιά. Μετά από κάποιο διάστημα σε ένα ναυτιλιακό πρακτορείο στον Πειραιά, αυξήθηκε το ενδιαφέρον του για την ναυτιλία και προέτρεψε την οικογένεια των Κουμάνταρων να αγοράσει δικά της πλοία με στόχο να μειωθούν τα κόστη της μεταφοράς των σιτηρών, κυρίως από την Αργεντινή.

Τα πρώτα βήματα στη ναυτιλία

Το 1935 τελικά έπεισε την οικογένεια των Κουμάνταρων να αγοράσουν έξι Βρετανικά φορτηγά πλοία των 9.000 τόννων τα οποία διατίθεντο σε τιμή ευκαιρίας. Λέγεται ότι το κέρδος στο πρώτο ταξίδι ήταν κοντά στο μισό της τιμής που πλήρωσαν για την εξαγορά τους. Ενώ δεν είχε σημαντικό προσωπικό όφελος από τα αυξημένα κέρδη που έφερε ο στόλος στην επιχείρηση των αλευρόμυλων, ο Νιάρχος ήταν έτοιμος να αδράξει την ευκαιρία του καθώς η αντίστροφη μέτρηση προς τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε αρχίσει. Αγόρασε ένα πλειοψηφικό πακέτο μετοχών σε ένα εκ των φορτηγών πλοίων του Κουμάνταρου, το ‘Μαλέας’, και το ασφάλισε για το μέγιστο δυνατόν ποσό.

Το 1940, στο Λονδίνο, παντρεύτηκε την Μέλπω Αλεξανδροπούλου, κόρη ενός μικρού Έλληνα εφοπλιστή. Και οι δύο είχαν ήδη από ένα πρώτο, σύντομο γάμο στο παρελθόν. Το ζευγάρι ταξίδεψε στην Νέα Υόρκη, αλλά αφού είχε προηγουμένως εισπράξει τα έσοδα από την ασφάλιση για την απώλεια του πρώτου του φορτηγού πλοίου, το οποίο βυθίστηκε στο λιμάνι της Αμβέρσας από Γερμανικά βομβαρδιστικά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες άρχισε να ερευνά την αγορά για περισσότερα πλοία και απόκτησε μερικά σε τιμές ευκαιρίας. Στην διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, έξι συνολικά από τα πλοία του βυθίστηκαν από Γερμανικά υποβρύχια αλλά όλα είχαν μεγάλες ασφαλίσεις και ο Νιάρχος στο τέλος του πολέμου βγήκε πλουσιότερος από ότι μπήκε. Στην διάρκεια του πολέμου, υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό και για κάποιο διάστημα ήταν επίσης βοηθός του ναυτικού ακόλουθου στην Ελληνική Πρεσβεία της Ουάσιγκτον. Παρά το γεγονός ότι βρισκόταν για κάποιο διάστημα στην θάλασσα, δεν είναι ξεκάθαρο αν συμμετείχε, καθώς έχει ειπωθεί, στην απόβαση στην Νορμανδία. Το βέβαιο είναι πως φρόντισε τα στρατιωτικά του καθήκοντα να μην τον εμποδίζουν να παρακολουθεί τις επιχειρηματικές του υποθέσεις ακόμα και όταν μαινόταν ο πόλεμος.

Η δημιουργία του ‘Χρυσού Έλληνα’

Μαζί με τον Ωνάση και τον Εμμανουήλ Κουλουκουντή, τον Πρόεδρο της Επιτροπής των Ελλήνων Εφοπλιστών της Νέας Υόρκης, ο Νιάρχος ήταν μία εκ των έντονων φωνών της διαπραγμάτευσης που επιχειρηματολογούσαν για την μεταφορά των πολεμικών πλοίων Liberty σε Ελληνική ιδιοκτησία. Σε μεγάλο βαθμό λόγω των απωλειών του κατά την διάρκεια της σύρραξης, κατάφερε να αποκτήσει το δικαίωμα αγοράς δύο εκ των 98 Πλοίων Liberty που διατέθηκαν στους Έλληνες και στην συνέχεια διεκδίκησε πλεονάζοντα Liberty και Victory φορτηγά πλοία καθώς και δεξαμενόπλοια Τ2.

Βγαίνοντας από τον πόλεμο, ο Νιάρχος είχε μείνει λίγο πίσω από τον Ωνάση και στην ναυτιλία και στο ειδύλλιο. Ο Ωνάσης είχε ήδη παραγγείλει τα παγκοσμίως μεγαλύτερα δεξαμενόπλοια πριν από το ξέσπασμα του πολέμου. Το 1946 ο Ωνάσης παντρεύτηκε την Τίνα Λιβανού, την νεώτερη και πολυπόθητη κόρη του Σταύρου Λιβανού, του πιο σημαντικού Έλληνα εφοπλιστή της εποχής του. Ωστόσο, σε λιγότερο από έναν χρόνο, ο μόλις διαζευγμένος Νιάρχος παντρεύτηκε την Ευγενία, την μεγαλύτερη αδελφή της Τίνας.

Στους ναυτιλιακούς κύκλους, θεωρείτο ως ένας άνθρωπος που βιαζόταν καθώς με ταχύτητα συσσώρευσε μεταχειρισμένα φορτηγά πλοία. Ο Νιάρχος ξεκίνησε μεταφέροντας κάρβουνο προς την Ευρώπη αλλά προέβλεψε ότι μετά τον πόλεμο η ζήτηση για πετρέλαιο θα κορυφωνόταν και έστρεψε την προσοχή του στα δεξαμενόπλοια.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και άρχισε να παραγγέλνει νεότευκτα πλοία τα οποία ήταν μεγαλύτερα από τα προγονικά τους και προσέφεραν οικονομίες κλίμακας. Τα ναυπηγεία επιλέχθηκαν σε μεγάλο βαθμό με βάση τη χαμηλότερη τιμή που μπορούσε να επιτευχθεί. Το 1949, παρήγγειλε 10 από ενδεή ναυπηγεία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σύντομα ακολούθησε τον Ωνάση και στράφηκε στα κατεστραμμένα ναυπηγεία της Γερμανίας καθώς επίσης έδωσε παραγγελίες σε κατασκευαστές στην Ολλανδία και την Σουηδία.

Στα επόμενα χρόνια, συναγωνίστηκε με τον Ωνάση και τον γεννημένο στην Αμερική μεγιστάνα Daniel K. Ludwig για την κατασκευή του παγκοσμίως μεγαλύτερου δεξαμενόπλοιου. Το 1951, το 31.745 τόννων World Unity διεκδίκησε τον τίτλο του μεγαλύτερου εν πλώ. Ο Νιάρχος μπόρεσε να ανακτήσει τον τίτλο το 1945 με το World Glory 45.509 τόννων και να τον πάρει εκ νέου από τον Ωνάση με το ‘Σπύρος Νιάρχος’ 47.750 τόννων. Οδηγούμενο από τον Νιάρχο και τους βασικούς ανταγωνιστές του, το μέγεθος των δεξαμενόπλοιων διπλασιάστηκε στην διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Το 1962, παρέλαβε το SS Manhattan, 114.668 τόννων πάλι το μεγαλύτερο δεξαμενόπλοιο στον κόσμο.

Επιμένων στην ποιότητα

Καθ’ όλη την διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ο Νιάρχος επέμεινε στην ποιότητα και πλήρωνε για αυτή. Ήταν γνωστό πως προσέφερε στους διευθυντές του και στα Ελληνικά, Γερμανικά, Βρετανικά και Ιταλικά πληρώματά του καλύτερους μισθούς από τους περισσότερους ανταγωνιστές του. Τα πλοία που κατασκεύασε ήταν υψηλών προδιαγραφών για την εποχή τους και με πλούσια καταλύματα για τους ναυτικούς. Το Manhattan, το μεγαλύτερο εμπορικό πλοίο που κατασκευάστηκε στην Αμερική, ήταν μοναδικό και εξ ίσου προβληματικό εξ αρχής. Τα ναυπηγεία Bethlehem Steel στο Κουίνσυ της Μασαχουσέτης, δημιούργησαν πιθανώς το πιο ανθεκτικό πλωτό μεγαθήριο, αλλά ήταν ασύμφορο για την μεταφορά πετρελαιοειδών. Δεδομένου ότι χρειαζόταν πλήρωμα πάνω από 50 ανθρώπους, και περισσότερα από τα συνήθη καύσιμα για να κινηθεί, το δεξαμενόπλοιο αγωνιζόταν να είναι αποδοτικό και πουλήθηκε σε λιγότερο από ένα χρόνο. Αργότερα θα έπαιρνε μια θέση στην ιστορία όταν επελέγη με βάση το μέγεθός του και το πάχος της επένδυσής του από χάλυβα για να μετασκευαστεί σε παγοθραυστικό και να ελέγξει την βιωσιμότητα των ταξιδιών των δεξαμενόπλοιων μέσω του Βορειοδυτικού Περάσματος. Το 1969, το Manhattan έγινε το πρώτο εμπορικό πλοίο που πραγματοποίησε την διέλευση της Αρκτικής διαδρομής.

Αλλά ο Νιάρχος σπάνια λάθευε με τα ναυτιλιακά σχέδια. Λέγεται ότι κατασκεύασε το Manhattan εξ αρχής με στόχο τη φορολογική διαγραφή. Εκείνη την εποχή, είχε έξι δεξαμενόπλοια Τ-2 υπό Αμερικανική σημαία και οι κανονισμοί των Ηνωμένων Πολιτειών απαιτούσαν πως για την μεταφορά τους σε φτηνότερες σημαίες, έπρεπε να τα αντικαταστήσει με πλοία ίσης ή μεγαλύτερης χωρητικότητας. Το πελώριο δεξαμενόπλοιο ήταν φτηνότερο από την κατασκευή αρκετών μικρότερων πλοίων.

Ο Νιάρχος ήταν ένας εκ των μερικών κορυφαίων Ελλήνων πλοιοκτητών, συμπεριλαμβανομένου του Ωνάση, που παρέκαμψαν το πνεύμα της Πράξης Πώλησης Εμπορικών Πλοίων του 1946 με την οποία οι Αμερικανοί επιθυμούσαν να κρατήσουν την πλειονότητα των εμπορικών πλοίων που είχαν κατασκευαστεί στην διάρκεια του πολέμου για Αμερικανούς αγοραστές.

Για να πληροί τις προϋποθέσεις, ο Νιάρχος είχε ιδρύσει την North American Shipping & Trading Co., η οποία τεχνικά ήταν υπό τον έλεγχο Αμερικανών πολιτών, περιλαμβανομένης της αδελφής του. Όλες μαζί οι εταιρίες του, απέκτησαν 14 δεξαμενόπλοια και φορτηγά υπό Αμερικανική σημαία. Νωρίς στην 10ετία του ’50, απέναντι στο ευαίσθητο σκηνικό του Κορεατικού Πολέμου, ο Νιάρχος βρέθηκε να κατηγορείται από το Αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης και τα πλοία του υπό Αμερικανική σημαία κατασχέθηκαν. Γρήγορα διευθέτησε την υπόθεση συμφωνώντας να πληρώσει περισσότερα από 12 εκατομμύρια δολάρια σε πρόστιμα και παραγγέλνοντας πολλά νέα πλοία από Αμερικανικά ναυπηγεία.

Ο Νιάρχος ήταν ένας εκ των πρώτων εφοπλιστών, καθώς και ο Ωνάσης, οι οποίοι κατασκεύασαν σειρές πλοίων που χρηματοδοτήθηκαν από μεγάλους τραπεζικούς οργανισμούς και ασφαλιστικές εταιρίες στηριζόμενοι σε μακροπρόθεσμες ναυλώσεις με μεγάλες εταιρίες πετρελαιοειδών. Ήταν επίσης εκ των ηγετών της κίνησης προς τους διεθνείς νηογνώμονες. Το 1948 ήταν ο πρώτος που ενέγραψε πλοίο στο νεοσυσταθέν νηολόγιο της Λιβερίας – το δεξαμενόπλοιο World Peace.

Πίστευε στις μακροπρόθεσμες συνεργασίες με τις εταιρίες πετρελαιοειδών, παρά το γεγονός πως όταν οι μεγάλες εταιρίες του πετρελαίου άρχισαν να πληρώνουν λιγότερο επικερδή ναύλα στην 10ετία του ’60 εξέτασε το ενδεχόμενο να πουλήσει τον στόλο των δεξαμενόπλοιών του. Μολονότι διέθετε έναν τεράστιο στόλο με περισσότερα από 80 πλοία ως τις αρχές της 10ετίας του ’70, ο Νιάρχος δεν είχε επιφυλάξεις να μειώσει την εμπλοκή του στην ναυτιλία όταν ήρθαν δύσκολοι καιροί στις 10ετίες του ’70 και του ’80. Επένδυσε περισσότερο σε άλλα πάθη που περιλάμβαναν διαμάντια, άλογα κούρσας και τέχνη.

Οι υπόλοιπες επενδύσεις και η συλλογή έργων τέχνης

Ο Νιάρχος έγινε μεγάλος συλλέκτης του κόσμου της τέχνης, ιδιαίτερα μετά την εξαγορά της συλλογής του Χολυγουντιανού ηθοποιού Edward G. Robinson, γνωστού για τους ρόλους του ως γκάγκστερ και σκληρού τύπου, στους οποίους περιλαμβανόταν ίσως ο καλύτερός του το 1941, ενός τυραννικού καπετάνιου πλοίου στο ‘The Sea Wolf’. Ο Νιάρχος αγόρασε πολλά σημαντικά έργα των Βαν Γκονγκ, Πικάσο, Γκωγκέν, Ρενουάρ, Ντεγκά, Τουλούζ Λωτρέκ, Σεζάν και άλλων. Ένα από τα αγαπημένα του έργα ήταν η Πιετά του 1585 του συμπατριώτη του Έλ Γρέκο, που αποκτήθηκε όπως αναφέρεται για τον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς του 1954 στην Νέα Υόρκη. Κατέληξε να κατέχει αδιαμφισβήτητα την πιο εκλεκτή και πολύτιμη ιδιωτική συλλογή. Επίσης επεκτάθηκε στην αγορά ακινήτων και μετοχών, και έγινε ένας σημαντικός μέτοχος της Citibank και άλλων εταιριών.

Διοικούσε έναν οργανισμό ικανό να εφαρμόζει τις επιχειρηματικές του αποφάσεις ενώ ο ίδιος βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση ανάμεσα στα σπίτια του σε διάφορες χώρες. Ήταν λάτρης του σκί, απολάμβανε να πηγαίνει σαφάρι στην Κένυα, όπου τα αεροπλάνα μπορούσαν να παραδώσουν την προσωπική του αλληλογραφία και όπου ομάδες έσκαβαν πισίνες οπουδήποτε κατασκήνωνε η παρέα του. Ικανότατος κολυμβητής και ιστιοπλόος, κατείχε επίσης αυτές που θεωρούνταν οι ωραιότερες θαλαμηγοί της εποχής του, την 190 ποδών ιστιοφόρο ‘Κρεολή’ και την διάδοχό της, την μηχανοκίνητη υπερθαλαμηγό ‘Ατλαντίς’. Μήκους 385 ποδών, η ‘Ατλαντίς’ ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη θαλαμηγός στον κόσμο, μετά από την Britannia της Βασίλισσας Ελισάβετ που ήταν 412 ποδών, αλλά ήταν 60 πόδια μακρύτερη από την φημισμένη ‘Χριστίνα’ του Ωνάση.

Η ‘Ατλαντίς’ και η διάδοχός της το 1981 ‘Ατλαντίς ΙΙ’ είχαν κατασκευασθεί στα Ελληνικά Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Ο Νιάρχος ίδρυσε το ναυπηγείο το 1957 και το εξέλιξε στο μεγαλύτερο της ανατολικής Μεσογείου. Τελικά, το 1985, όταν το ναυπηγείο κατέστη αντιοικονομικό λόγω των κρατικών περιορισμών και του υπεράριθμου προσωπικού, το πούλησε στο κράτος. Επένδυσε σε πολλές άλλες Ελληνικές βιομηχανίες, περιλαμβανομένης μιας συμμετοχής στα Διυλιστήρια του Ασπροπύργου και μιάς εταιρίας αλουμίνας, αλλά τα πλέον φιλόδοξα σχέδιά του, που ετέθησαν στην διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας στα τέλη της 10ετίας του ’60, ποτέ δεν καρποφόρησαν.

Το 1965, προκάλεσε κάποια αίσθηση όταν, σε ηλικία 56 ετών παντρεύτηκε την Σαρλότ Φόρντ, την 24χρονη κόρη του Χένρυ Φόρντ του ΙΙ, του γίγαντα της Αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Απέκτησαν μαζί ένα παιδί αλλά ο γάμος δεν διήρκεσε πολύ και εκείνος επέστρεψε στην Ευγενία. Ωστόσο, αυτή πέθανε από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών το 1970 υπό συνθήκες που δικαιολόγησαν περαιτέρω έρευνα. Ο Νιάρχος στην συνέχεια παντρεύτηκε την αδελφή της Τίνα, η οποία είχε μόλις πάρει διαζύγιο από τον Ωνάση. Αλλά πέθανε και αυτή από υπερβολική δόση χαπιών το 1974.

Μολονότι στα επόμενα χρόνια ο Νιάρχος ξόδευε αφειδώς για τις ψυχαγωγικές του ενασχολήσεις, ξόδευε επίσης για φιλανθρωπίες. Για παράδειγμα, το 1979 δώρισε 5 εκατομμύρια δολάρια στο Cornell Medical Center για να καλύψει τα έξοδα για καρδιολογικές επεμβάσεις που έγιναν σε παιδιά Ελλήνων. Απεβίωσε στην Ελβετία το 1996 και ετάφη σε έναν οικογενειακό χώρο στην Λωζάνη.

Σήμερα, το πατριωτικό κομμάτι του κληροδοτήματός του έχει προωθηθεί μέσω του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Το μεγάλο έργο του Ιδρύματος θα δώσει στην Αθήνα μια νέα Εθνική Λυρική Σκηνή, βιβλιοθήκη και ένα μεγάλο πάρκο. Έχει ήδη δεσμεύσει 100 εκατομμύρια ευρώ για την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την εκπαίδευση να βοηθήσει στον αγώνα ενάντια στις επιπτώσεις στην Ελλάδα της παρούσης οικονομικής κρίσης.