Ο Νικόλαος Κοτζιάς είναι το πρώτο μέλος του Ελληνικού Ναυτιλιακού Hall of Fame που εισήχθη χωρίς να είναι εφοπλιστής.
Οι περισσότεροι τον θυμούνται ως τον συνιδρυτή και Πρόεδρο της Ναυτιλιακής Λέσχης Πειραιά, μια εικόνα που συνδύαζε την δουλειά του για την ναυτιλιακή κοινότητα με την προσωπική του ευχαρίστηση στην ψυχαγωγία και στην καλή παρέα. Πάντως αυτό ήταν μόνο ένα μέρος της διαδρομής που η ακούραστη ενασχόλησή του προσέφερε στην Ελληνική ναυτιλία.
Η οικογένεια Κοτζιά, προερχόμενη από το νησί των Ψαρών, περίπου 13 μίλια βορειοδυτικά του βορειότερου άκρου της Χίου, εισήλθε στα ναυτιλιακά σχεδόν την ίδια εποχή που σχηματίστηκε το Ελληνικό κράτος. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Σύρο, το Κυκλαδίτικο νησί που τον 19ο αιώνα ήταν η πρωτεύουσα της ναυτιλιακής βιομηχανίας της χώρας.
Εκεί το 1893 η τρίτη γενιά της οικογένειας άνοιξε ένα γραφείο ναυλομεσιτικό γραφείο με την ονομασία Ν. Δ. Κοτζιάς. Το 1912 ο Νικόλας Δ. Κοτζιάς μετέφερε την εταιρία στον Πειραιά, ο οποίος εξελισσόταν με ταχείς ρυθμούς στο νέο εθνικό κέντρο ναυτιλιακών επιχειρήσεων.
Ο Νικόλαος Ι. Κοτζιάς γεννήθηκε στον Πειραιά και ανέπτυξε ένα όραμα να καταστεί ο Πειραιάς ένας κόμβος υπηρεσιών παγκοσμίου επιπέδου και η διάσημη Ακτή Μιαούλη η Γουόλ Στρήτ της ναυτιλίας.
Σπούδασε στην Αμερική και στην Αγγλία καθώς και στην Ελλάδα και προσχώρησε στην οικογενειακή ναυλομεσιτική επιχείρηση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εργάστηκε για την εταιρία ως το τέλος της σταδιοδρομίας του το 2000, με μοναδική εξαίρεση την περίοδο που υπηρέτησε στο Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό από το 1950 έως το 1952.
Μετά την επιστροφή του στην πολιτική ζωή, παντρεύτηκε το 1955 την Μέη Ταμπακοπούλου, κόρη μιας κορυφαίας γενιάς νομικών της Ελλάδας. Απέκτησαν τρία παιδιά – την Σοφία, την Ιωάννα και τον Γιάννη – και έξι εγγονές.
Το 1965, ο Κοτζιάς είχε γίνει Πρόεδρος της Ν. Δ. Κοτζιάς Ναυτιλιακής και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τα πλέον δραστήρια και δημιουργικά χρόνια της ζωής του.
Την επόμενη χρονιά, τον Μάιο, ήταν ο μεσίτης όταν η εταιρία Union Commercial Steamship αγόρασε ένα δεξαμενόπλοιο από τον Σταύρο Νιάρχο. Για να γιορτάσουν το γεγονός, οι συμμετέχοντες στην αγοραπωλησία συγκεντρώθηκαν σε ένα μπάρ στο Χίλτον των Αθηνών για μερικά ποτά. Παρόντες μαζί με τον Κοτζιά ήταν οι αγοραστές, ο Μακάριος Σκούφαλος και ο Νικόλας Ιωαννίδης της Union Commercial, ο Κωνσταντίνος Ξένος εκπροσωπώντας τον οργανισμό Νιάρχου και ο Albert A. White τότε επιθεωρητής του American Bureau of Shipping στην Ελλάδα.
Και οι πέντε αισθάνθηκαν πως ήταν κρίμα που δεν υπήρχε ένα εξίσου ευχάριστο στέκι για κοινωνικές και επαγγελματικές συναθροίσεις στον Πειραιά και χρησιμοποίησαν την πίσω πλευρά του τιμοκαταλόγου του μπάρ του Χίλτον, να δεσμευθούν για ‘όχι λιγότερο από’ 200.000 δραχμές (περίπου 50.000 σημερινά δολάρια) να βοηθήσουν να συσταθεί η Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιώς.
Τελικώς αυτό πραγματοποιήθηκε το 1968, με την αρωγή λίγων αρχικώς μελών και την υποστήριξη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας και της First National City Bank της Νέας Υόρκης, που αργότερα μετονομάσθηκε Citibank.
Ο Ξένος ήταν ο αρχικός Πρόεδρος και ο Κοτζιάς προσχώρησε στο διοικητικό συμβούλιο το 1971 ως Ταμίας. Έκτοτε, έγινε η πλέον γεμάτη ζωντάνια προσωπικότητα στην ιστορία της λέσχης, υπηρετώντας μία θητεία ως Αντιπρόεδρος και ακολούθως εξελέγη Πρόεδρος της λέσχης με αριθμό ρεκόρ τέσσερις συναπτές θητείες.
Την ίδια χρονιά που η Ναυτιλιακή Λέσχη έγινε πραγματικότητα, ο Νικόλαος Κοτζιάς άνοιξε ένα υποκατάστημα της οικογενειακής επιχείρησης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το γραφείο βρισκόταν στο Eastcheap και για τις δύο επόμενες 10ετίες καλλιεργούσε τους δεσμούς του Κοτζιά με το City του Λονδίνου και δραστηριοποιήθηκε στις ναυλώσεις, στις ασφαλίσεις πλοίων με την Lloyd’s και στην ναυτιλιακή χρηματοδότηση.
Ο Κοτζιάς επίσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του Σωματείου Μεσιτών Ναυτιλιακών Συμβάσεων (HSA) το 1975. Ήταν στην οργανωτική επιτροπή που την ξεκίνησε το 1973 και εξελέγη πρώτος Πρόεδρος της HSA το 1976. Επανεξελέγη για άλλες τρείς θητείες και ήταν επικεφαλής της ένωσης έως το 1981.
Η εταιρία του Κοτζιά είχε γίνει γνωστή για τον ‘άνετο και φιλικό’ τρόπο συναλλαγής με τους πελάτες της από τις μέρες που είχε την έδρα της στην Σύρο. Αυτή η παράδοση, σε συνδυασμό με τους ισχυρούς δεσμούς του με τους ναυλομεσίτες του Λονδίνου, έκαναν τον Κοτζιά έναν ενθουσιώδη και αξιόπιστο ηγέτη του επαγγέλματος των ναυλομεσιτών στα χρόνια της σύστασής του στην Ελλάδα. Υποστήριζε ιδιαίτερα την άποψη πως οι μεσίτες έπρεπε να λαμβάνουν κατάλληλη εκπαίδευση στην δουλειά και να συμμορφώνονται σε έναν ηθικό κώδικα στις συναλλαγές τους.
Έγινε επίσης Πρόεδρος της FONASBA, της Ομοσπονδίας Εθνικών Ενώσεων Ναυλομεσιτών και Πρακτόρων. Το 1976 έγινε ο πρώτος Έλληνας μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Baltic and International Maritime Council (BIMCO), του παγκοσμίως μεγαλύτερου ναυτιλιακού οργανισμού. Υπηρέτησε ως Αντιπρόεδρος από το 1981 έως το 1985 και παρέμεινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του οργανισμού μέχρι τον θάνατό του, περισσότερο από 20 χρόνια αργότερα.
Παρά τις μεγάλες εξελίξεις στον Πειραιά κατά την διάρκεια της σταδιοδρομίας του, υπήρχαν επίσης και απογοητεύσεις. Είχε ελπίσει στην δημιουργία ενός τοπικού ναυτιλιακού χρηματιστηρίου, καθώς επίσης και στην δημιουργία ενός χρηματηστηρίου ναύλων που να συγκρίνεται με την Baltic Exchange του Λονδίνου. Αλλά αυτά ήταν όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, τουλάχιστον στην διάρκεια της ζωής του.
Ο Νικόλαος Κοτζιάς ήταν επίσης ενθουσιώδες μέλος του Ελληνοβρετανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου. Οι μακροχρόνιες υπηρεσίες της εταιρίας του ως λιμενικών πρακτόρων για το Βασιλικό Ναυτικό, μαζί με την αδιάκοπη προώθηση των Ελληνοβρετανικών σχέσεων, ιδιαιτέρως στον τομέα της ναυτιλίας, έδωσαν στον Κοτζιά το 1994 το βραβείο του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (OBE) το οποίο του απένειμε η Βασίλισσα Ελισάβετ η 2η.
Παρ’όλο που ήταν γνωστότερος ως ναυλομεσίτης και πρωταθλητής στην δημιουργία ‘συστάδας’ ναυτιλιακών υπηρεσιών στον Πειραιά, ο Κοτζιάς ήταν ένας επενδυτής σε πλοία και σε άλλες συναφείς επιχειρήσεις. Στην 10ετία του ’60, για παράδειγμα, βοήθησε στην δημιουργία μιάς κοινοπραξίας μαζί με τις εταιρίες ρυμουλκών Smit-Lloyd της Ολλανδίας και την Ελληνική εταιρία Λουκάς Μάτσας. Αυτή εξυπηρέτησε τις επιχειρήσεις εξόρυξης πετρελαίου στον Πρίνο στην βόρεια Ελλάδα για πολλά χρόνια.
Μαζί με τον νεώτερο αδελφό του Αντώνη, επένδυσε πρώτη φορά σε ένα φορτηγό πλοίο το 1948. Ωστόσο ο εφοπλισμός είχε δευτερεύουσα θέση στην σταδιοδρομία του και τα πλοία αγοράζονταν περιστασιακά μαζί με άλλους συνεργάτες. Δύο ακόμα αγορές ακολούθησαν στα μέσα της 10ετίας του ’60.
Στα 1972, ο Κοτζιάς και ο φίλος του Κάπταιν Γιάννης Γ. Γκούμας, μελλοντικός Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, έγιναν συνεργάτες με τον Torben Jensen και τον Joe Danesboe της Armada Shipping Aps με έδρα την Κοπεγχάγη, η οποία εμπορευόταν ως Clipper. Παρέμειναν μέτοχοι ως την 10ετία του ’80. Η συνεργασία με την ‘Γ. Γ. Γκούμας Ναυτιλιακή’ διευρύνθηκε με δύο νεότευκτα, ένα πλοίο γενικού φορτίου τύπου Freedom και ένα Freedom MkII, τα οποία ναυπηγήθηκαν στα ΙΗΙ της Ιαπωνίας το 1976 και το 1980 αντιστοίχως.
Συμμετείχε ενεργά σε πολλούς άλλους ναυτιλιακούς φορείς, συμπεριλαμβανομένου του American Bureau of Shipping, της Det Norske Veritas, της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, του Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και του Propeller Club.
Ο Κοτζιάς αποσύρθηκε το 2000, αφήνοντας την εταιρεία στα χέρια της τέταρτης γενιάς της οικογένειας που δραστηριοποιείται στην ναυτιλία. Απολάμβανε πολλές μακροχρόνιες ενασχολήσεις, όπως την κατασκευή μοντέλων τρένων και πλοίων, την φωτογραφία και την συλλογή κινηματογραφικών ταινιών, διέθετε περισσότερες από 8.000, έως τον θάνατό του το 2009.