Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Γιάννης Μ. Καρράς, ένα από τα πλέον θαυμαστά ονόματα στην Ελληνική ναυτιλία, δικαιούται να υπολογίζεται ανάμεσα στους θρυλικούς ‘Χρυσούς Έλληνες’, τους επιχειρηματίες που έφεραν επανάσταση στην ναυτιλία στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Αν και στον ίδιο δεν άρεσε ιδιαίτερα αυτή η έκφραση. Ο σαγηνευτικός της απόηχος ταίριαζε με τον Ωνάση και τον Νιάρχο, αλλά ο Καρράς ήταν συντηρητικός – ένας έντονα ιδιωτικός άνδρας, αξιοσημείωτος για την σταθερότητα του χαρακτήρα του, τις αξιοπρεπείς αρχές του και την αντιπάθειά του για την δημοσιότητα.
Όπως αρκετές ηγετικές γενιές Ελλήνων της ναυτιλίας, η οικογένεια του Καρρά προέρχεται από τα Καρδάμυλα της Χίου. Η ενασχόλησή της με τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, πηγαίνει πίσω στον 19ο αιώνα και σε έναν αρχικό στόλο από ιστιοφόρα πλοία.
Μπήκε στα ναυτιλιακά πολύ νέος, ιδρύοντας στο Λονδίνο το πρακτορείο Carras Ltd μαζί με τον πατέρα του Μιχαήλ Ι. Καρρά την παραμονή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Στην διάρκεια του πολέμου μετεγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και πολλοί άλλοι συμπατριώτες του, αλλά εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια αντί για την Νέα Υόρκη όπου συναθροίστηκαν οι περισσότεροι Έλληνες εφοπλιστές της εποχής. Έμενε σχετικά κοντά στα Ναυπηγεία Kaiser στην Αμερικανική δυτική ακτή όπου κατασκευάζονταν πολλά από τα πολεμικά πλοία Liberty.
Η εταιρεία του έχασε δύο ατμόπλοια στην διάρκεια της σύγκρουσης, το ‘Αδελφότης’ και το ‘Ιωάννης Καρράς’. Στο τέλος του πολέμου ο Καρράς μετακόμισε στην Νέα Υόρκη και ήταν σε θέση να αποκτήσει ένα από τα 100 Liberty που είχαν διατεθεί στους Έλληνες πλοιοκτήτες. Το πλοίο ήταν το ‘Frank J. Cuhel’, κατασκευασμένο το 1944. Το μετονόμασε ‘Φωτεινή’ και το νηολόγησε υπό Ελληνική σημαία.
Τα χρόνια που ακολούθησαν είδαν τον στόλο να διευρύνεται περαιτέρω με πλοία Liberty και άλλα φορτηγά καθώς οι ανάγκες για μεταφορές κορυφώθηκαν. Αλλά ο Καρράς είχε γίνει επίσης ένας εκ των πρώτων Ελλήνων πλοιοκτητών που επικεντρώθηκε σθεναρά στα δεξαμενόπλοια. Το 1951, θεωρείται πως έγινε ο πρώτος δυτικός εφοπλιστής που έδωσε μια παραγγελία για κατασκευή πλοίου σε ένα ναυπηγείο στην Ιαπωνία, το οποίο αργότερα θα γινόταν η κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο των ναυπηγείων. Το πλοίο ήταν το 19.700 τόννων Tini, το οποίο παραδόθηκε από την Hitachi Zosen τον Μάιο του 1952. Τρία αδελφά δεξαμενόπλοια ακολούθησαν και το 1958, ο Καρράς κατείχε έναν στόλο αποτελούμενο από 18 πλοία, περιλαμβανομένων 11 δεξαμενόπλοιων. Στην αυγή της 10ετίας του ’70 ο Καρράς λειτουργούσε έναν εκ των μεγαλύτερων στόλων της Ελλάδας με περισσότερα από 30 φορτηγά και δεξαμενόπλοια. Ουσιαστικά η προσέγγισή του στην ναυτιλία παρέμεινε σταθερή σε όλη την διάρκεια της σταδιοδρομίας του με μερικές προσαρμογές όταν ήρθαν σκληρότεροι καιροί στις ναυτιλιακές αγορές την 10ετία του ’70.
Η πολιτική του ήταν να επικεντρώνεται στην παραγγελία των δικών του ολοκαίνουργιων πλοίων, των καλύτερων προδιαγραφών, και να τα αποπληρώνει από τα δικά του κεφάλαια, ποτέ με τραπεζική χρηματοδότηση. Εν τω μεταξύ, ο ενθουσιασμός του για τα δεξαμενόπλοια μειώθηκε ενώ άλλοι πλοιοκτήτες συναγωνίζονταν να κατασκευάζουν ολοένα και μεγαλύτερα πλοία και μια πλημμύρα πετρελαιοκηλίδων από μεγάλα δεξαμενόπλοια κατέλαβε τα πρωτοσέλιδα στην διάρκεια της 10ετίας του ’70. Ο Καρράς γρήγορα βγήκε από την αγορά των δεξαμενόπλοιων και έκτοτε επικεντρώθηκε στα πλοία χύδην ξηρού φορτίου. Στο τελευταίο κεφάλαιο της σταδιοδρομίας του επικεντρώθηκε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στα panamaxe και στα capesize πλοία χύδην φορτίων, παραγγέλνοντας σειρές πλοίων συνήθως την κατάλληλη στιγμή στον κύκλο της ναυτιλιακής αγοράς.
Πάντως, ήταν επίσης αθόρυβος υποστηρικτής του γαμπρού του Γιώργου Π. Λιβανού, συζύγου της μίας από τις τέσσερις κόρες του. Η εταιρία του Λιβανού, η Ceres Shipping Enterprises έγινε η μεγαλύτερη Ελληνική πλοιοκτήτρια δεξαμενόπλοιων της 10ετίας του ’80 και το κύριο μέλημά της ήταν να είναι ηγετική στην λειτουργία της με τις αρχές ηθικής και με την ασφαλή μεταφορά πετρελαιοειδών δια θαλάσσης.
Στην διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ο Καρράς επένδυσε σε περίπου 40 νεότευκτα πλοία, τα περισσότερα εκ των οποίων κατασκευάστηκαν στην Ιαπωνία. Το 1995, έδωσε την μία και μοναδική παραγγελία του σε ένα ναυπηγείο της Βορείου Κορέας, το Halla Engineering & Heavy Industries, για την πρώτη κίνησή του προς τα capesize χύδην φορτίου. Παρήγγειλε τέσσερα πλοία των 167.000 τόννων εκεί, ένα συμβόλαιο αξίας 176 εκατομμυρίων δολαρίων περίπου. Έκτοτε, επέστρεψε στην Ιαπωνία το 2003 για να παραγγείλει μια σειρά από πέντε capesize φορτηγά πλοία χύδην φορτίου.
Στην τελευταία μεγάλη κίνηση του Καρρά ως εφοπλιστή, σε ηλικία 92 ετών, η εταιρία του Carras (Hellas) έγινε η πρώτη μετά από χρόνια που έδωσε μια μεγάλη παραγγελία για φορτηγά χύδην φορτίων σε Ευρωπαϊκά ναυπηγεία. Το πρόγραμμα, για έξι ολοκαίνουργια capesize πλοία που παρήγγειλε το 2007 από τα υψηλόβαθμα ναυπηγεία Odense στην Δανία, είχε θεωρηθεί ως μία εικονική πράξη υποστήριξης των ασύμφορων Ευρωπαϊκών ναυπηγείων.
Ο Καρράς δεν έζησε να δεί κανένα εκ των πλοίων να παραλαμβάνεται. Είχε προβλήματα με την υγεία του για πολλά χρόνια. Σύμφωνα με έμπιστους, ήταν τόσο ταγμένος ναυτιλιακός άνδρας που οι διακυμάνσεις στην υγεία του έμοιαζαν να συντάσσονται με τους ανοδικούς και καθοδικούς δείκτες της ναυτιλιακής αγοράς. Απεβίωσε τον Σεπτέμβριο του 2008, το ίδιο Σαββατοκύριακο με την κατάρρευση της Lehman Brothers, η οποία έστειλε τις παγκόσμιες χρηματαγορές στον πάτο. Μέσα στις επόμενες ημέρες οι τιμές των ναυλώσεων για τα φορτηγά πλοία χύδην φορτίου capesize έκαναν την χειρότερη βουτιά στην ιστορία.