Ο σημερινός Όμιλος Ναυαγοσωστικών Τσαβλίρη μπορεί να ανιχνεύσει την προέλευσή του στις αρχές της δεκαετίας του 1920 όταν ο ιδρυτής Αλέξανδρος Τσαβλίρης αφίχθη στον Πειραιά από την Μικρά Ασία σαν πρόσφυγας.
Ανάμεσα στους πρώτους πλοιοκτήτες που υποστήριξαν την ανάπτυξη του Πειραιά ως ναυτιλιακού κέντρου, έγινε ένας ηγετικός εφοπλιστής πλοίων ξηρού φορτίου και έχει μείνει στην ιστορία για το γεγονός πως έβαλε την Ελλάδα στον διεθνή χάρτη των επιχειρήσεων διάσωσης.
Ο Αλέξανδρος Γ. Τσαβλίρης γεννήθηκε το 1914 στους κόλπους μίας μικρής Ελληνικής κοινότητας που βρισκόταν στο λιμάνι του άνθρακα Zonguldak της Μαύρης Θάλασσας, στην βόρεια Τουρκία. Η οικογένειά του καταγόταν από την περιοχή των βουνών του Ερυμάνθου της Πελοποννήσου και ο πρόγονός του Θεόδωρος Τσαβλίρης (1884-1921) τιμάται ως ευεργέτης με μια προτομή στην πλατεία της κοινότητας Λιβάρτζι.
Ένα από τα πέντε παιδιά, ο Αλέξανδρος Τσαβλίρης μετακινήθηκε μαζί με την οικογένειά του στην ηλικία των οκτώ στην περιοχή των Θεραπειών της Κωνσταντινούπολης. Την επόμενη χρονιά, το 1922, την οικογένεια πρόφτασε η Μικρασιατική καταστροφή και αναγκάστηκε να φύγει στην Ελλάδα.
Η εργατικότητά του είχε γίνει ήδη φανερή από την εφηβεία του όταν εργαζόταν τα πρωινά σε ένα μικρό ρυμουλκό καύσης άνθρακα της οικογένειας, πριν από την απογευματινή του δουλειά υπαλλήλου γραφείου ενώ παρακολουθούσε νυχτερινό σχολείο τα βράδια.
Τα πρώιμα χρόνια του ωφελήθηκε ιδιαίτερα από την υποστήριξη του θείου του, Νικόλα Παπαδάτου.
Το 1931, ακολούθησε την πεπατημένη από αρκετούς φιλόδοξους Έλληνες διαδρομή με βλέψεις στην ναυτιλιακή σφαίρα, μεταναστεύοντας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στο Λονδίνο εργάστηκε σε διάφορα Ελληνικά ναυτιλιακά γραφεία, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Γουλανδρή και του Βεργωτή. Στα 1940, μόλις μετά την έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ίδρυσε την πρώτη του εταιρία, την A G Tsavliris Ltd. Ωστόσο, ο βασικός του ρόλος στην διάρκεια του πολέμου ήταν η εργασία του στο Βρετανικό Υπουργείο Μεταφορών, βοηθώντας στην λειτουργία των Ελληνικών πλοίων στις νηοπομπές του Ατλαντικού.
Έξυπνος, αποφασιστικός και ακούραστος, ίδρυσε την Tsavliris (Shipping) Ltd στο Λονδίνο αμέσως μετά τον πόλεμο για να λειτουργήσει έναν στόλο από παράκτια πλοία γύρω από το Ηνωμένο Βασίλειο και τα βορειοευρωπαϊκά ύδατα. Οι επανορθώσεις εκ του Γερμανικού πολέμου συμπεριέλαβαν αποστολές ξυλείας και, σε μία αξιοσημείωτη επιτυχία, ο Τσαβλίρης έλαβε ένα συμβόλαιο ναύλωσης από την Βρετανική κυβέρνηση να μεταφέρει φορτία από την Δυτική Γερμανία. Επίσης συμμετείχε στην λειτουργία του δεξαμενόπλοιου ‘Γράμμος’ του θείου του σε Ελληνικά ύδατα ναυλωμένο στην Shell.
Από το 1950 και μετά ο Τσαβλίρης άρχισε να χτίζει έναν στόλο από μεγαλύτερα, ποντοπόρα φορτηγά πλοία. Στα μέσα αυτής της δεκαετίας, ενώ διατηρούσε ένα γραφείο στο Λονδίνο, μετεγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Θεωρήθηκε μία τολμηρή και πατριωτική απόφαση για εκείνη την εποχή. Η καινούργια εταιρία, η Tsavliris (Hellas) Maritime Co. ήταν μόλις η τρίτη ναυτιλιακή εταιρία που καταχωρήθηκε υπό ένα νέο φορολογικό καθεστώς το οποίο θεσπίστηκε από την κυβέρνηση για να προωθήσει τον ναυτιλιακό τομέα της χώρας. Οι κύριοι κόμβοι για τους Έλληνες εφοπλιστές παρέμειναν το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη.
Στην διάρκεια των επόμενων ετών, ο Τσαβλίρης απέκτησε αρκετά από τα εκ του πολέμου πλεονάζοντα πλοία Liberty και άλλα μεταχειρισμένα φορτηγά.
Ήταν μεταξύ των πλέον εμπορικού προσανατολισμού σκέψης Ελλήνων εφοπλιστών, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην διασφάλιση μελλοντικής απασχόλησης για τουλάχιστον μέρους του στόλου. Στα τέλη της 10ετίας του ’50, για παράδειγμα, έκανε ένα συμβόλαιο ναύλωσης με την Ιταλική Donati να μεταφέρει μεγάλες ποσότητες Δυτικής Αφρικανικής σκληρής ξυλείας στην Ιταλία. Στην 10ετία του ’60, με ένα άλλο συμβόλαιο ναύλωσης με το πρακτορείο Cuflet της Κουβανικής κυβέρνησης, ο Τσαβλίρης μετέφερε εκατοντάδες χιλιάδες τόννους επεξεργασμένης ζάχαρης σε Ευρωπαϊκούς και Μεσογειακούς προορισμούς.
Η κλίμακα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης καταδεικνύεται από την φημολογούμενη ύπαρξη μίας φωτογραφίας η οποία πάρθηκε μία συγκεκριμένη ημέρα όπου υπήρχαν σχεδόν μία ντουζίνα πλοία του Τσαβλίρη ταυτόχρονα στο λιμάνι της Αβάνας, όλα φορτώνοντας ή εκφορτώνοντας αγροτικά μηχανήματα και λιπάσματα.
Οι συμβάσεις ναυλώσεων του Τσαβλίρη θεωρήθηκαν ανάμεσα στις πρώτες τέτοιου είδους που πραγματοποιήθηκαν ποτέ από μία Ελληνική ναυτιλιακή εταιρία.
Περί τα μέσα της 10ετίας του ’60, ο Τσαβλίρης είχε δημιουργήσει έναν αξιόλογο στόλο ξηρού φορτίου, ο οποίος στην κορύφωσή του αριθμούσε περί τα 17 πλοία.
Στα 1964, παράλληλα με την ναυτιλιακή του επιχείρηση ξηρού φορτίου, αποφάσισε να εγκαθιδρύσει μία επιχείρηση ρυμουλκών και ναυαγοσωστικών. Πάντα διατεθειμένος να καινοτομεί και να παίρνει υπολογισμένα ρίσκα, ο Τσαβλίρης είδε πως η Ελληνική ναυτιλία βασιζόταν σε ξένες εταιρίες διάσωσης και ρυμούλκησης. Παρά τις αντιξοότητες και τον ισχυρό ανταγωνισμό από τις διεθνείς εταιρίες ρυμουλκών, αποφάσισε να καλύψει το κενό για μία Ελληνική εταιρία και ίδρυσε την Tsavliris (Salvage & Towage) Ltd.
Η εμπειρία του από την εργασία στο οικογενειακής ιδιοκτησίας ρυμουλκό στο λιμάνι του Πειραιά όταν ήταν νεαρός, αποτέλεσε το έναυσμα για το ενδιαφέρον του στα ρυμουλκά. Επιπροσθέτως, ο Τσαβλίρης υπήρξε επί μακρόν θαυμαστής των διεθνών ναυαγοσωστικών κατορθωμάτων. Μέσα σε σχεδόν πέντε χρόνια, είχε αποκτήσει έναν στόλο από περίπου 30 μονάδες, γινόμενος σε μικρό χρονικό διάστημα ένας εκ των μεγαλύτερων καταχωρημένων ιδιοκτητών ρυμουλκών παγκοσμίως.
Εκτός της παροχής υπηρεσιών ρυμούλκησης σε όλα τα κύρια Ελληνικά λιμάνια, ο Τσαβλίρης έβαλε μία Ελληνική εταιρία στον παγκόσμιο χάρτη ως μία επιχείρηση ναυαγοσωστικών – ένα καθόλου εύκολο επίτευγμα σε μία υψηλής εξειδίκευσης δραστηριότητα η οποία κυριαρχείτο κατά παράδοση από Ολλανδούς, Γερμανούς, Δανούς και Βρετανούς. Αλλά η κίνηση πέτυχε λόγω της πεποίθησης, του επαγγελματισμού και της ευφυίας του ιδρυτή της εταιρίας. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η εταιρία του λειτουργούσε διεθνώς έναν μεγάλο στόλο και εκτιμήθηκε ευρέως για την τεχνογνωσία και τις υπηρεσίες της. Η επιχειρηματική όρεξη του Τσαβλίρη για ρίσκο καθρεφτιζόταν σε πολλές από τις εμπορικές του συμφωνίες, περιελάμβανε δε την ηγετική του παρουσία στην αγορά ναυαγίων και ναυαγισμένων φορτίων κατά την περίοδο εκείνη. Ούτε συρρικνώθηκε με το να παρευρίσκεται ο ίδιος σε απώλειες όποτε αυτό ήταν εφικτό – μία προσωπική επαφή η οποία συχνά τον εξέθεσε σε επικίνδυνες καταστάσεις απώλειας. Οι στενοί συνεργάτες και η οικογένειά του τον θυμούνται ως ένα γνήσιο στοχαστή και αποφασιστικό από ιδιοσυγκρασία, είτε δίνοντας οδηγίες σε έναν καπετάνιο σε κάποιο ταξίδι ρυμουλκώντας πολλαπλές ανακτήσεις, ή χαράζοντας την δική του διαδρομή. Εκτός από το γεγονός πως υπήρξε ένας σημαντικός εργοδότης, με περισσότερους από 1000 κυρίως Έλληνες ναυτικούς, ο Τσαβλίρης είχε επί μακρόν συνεισφέρει στην υποστήριξη της Ελληνικής οικονομίας εισάγοντας μεγάλα ποσά ξένου συναλλάγματος, και είχε υποστηρίξει σθεναρά την εξέλιξη του ναυτιλιακού επισκευαστικού τομέα της χώρας επισκευάζοντας και συντηρώντας τον στόλο του εντοπίως. Στις αρχές της 10ετίας του ’70 προχώρησε ακόμη περισσότερο παραγγέλλοντας δύο πλοία ξηρού φορτίου SD 14 από τα Ελληνικά Ναυπηγεία στον Σκαραμαγκά. Τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο του 1971, παραδόθηκαν αντίστοιχα, τα πλοία ‘Toxotis’ και ‘Neotis χωρητικότητας 15.327 τόννων, και παρέμειναν στον στόλο του ομίλου για περισσότερο από μιάμισυ δεκαετία. Έχοντας δημιουργήσει μία μεγάλη διεθνή ναυτιλιακή επιχείρηση, ο Τσαβλίρης δυστυχώς απεβίωσε στο αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του, σε ηλικία μόνο 59 ετών.
Ποτέ δεν ξέχασε την δική του ταπεινή καταγωγή και, στην διάρκεια της ζωής του, εκατοντάδες συνανθρώπων του –από άπορους ή ασθενείς ως σκληρά εργαζόμενους υπαλλήλους –ωφελήθηκαν από την αθόρυβη γενναιοδωρία του. Ακόμη σημαντικές δωρεές σε ιδρύματα έγιναν ανώνυμα, με μία σπάνια εξαίρεση την υποστήριξή του στον Σύλλογο του Πειραιά την 10ετία του ’60, η οποία έγινε από κοινού με τις συναδέλφους εταιρίες ρυμουλκών Βερνίκος και Μάτσας. Ο Τσαβλίρης επίσης μνημονεύεται θερμά στους σημερινούς Ελληνικούς ναυτιλιακούς κύκλους για το χέρι βοηθείας που παρείχε στην προώθηση της σταδιοδρομίας πολλών εκ των σύγχρονων επιτυχημένων εφοπλιστών. Το κληροδότημά του παρείχε μία βάση για τους γιούς του Νικόλα, Γιώργο και Ανδρέα να εξελίξουν περαιτέρω την επιχείρηση ναυαγοσωστικών στον πλέον συχνό χρήστη της Ανοιχτής Φόρμας του Lloyd’s (Lloyd’s Open Form –LOF) στην ιστορία των ναυαγοσωστικών. Η εταιρία έχει ήδη διεκπεραιώσει περισσότερες από 2000 περιπτώσεις LOF και στο σύνολο περισσότερες από 3000 σημαντικές ναυτιλιακές ανακτήσεις και επιχειρήσεις ρυμούλκησης. Μόνο κατά το έτος 2000, της κατακυρώθηκαν 51 συμβάσεις LOF, μία ετήσια καταγραφή ρεκόρ για μία ναυαγοσωστική εταιρία. Μοιάζει ταιριαστό πως ο Αλέξανδρος Γ. Τσαβλίρης εισήχθη στο Πάνθεον της Ελληνικής Ναυτιλίας την χρονιά που σηματοδότησε τα εκατό χρόνια από την γέννησή του. Επίσης σηματοδοτεί μισό αιώνα από το ξεκίνημα της επιχείρησης ρυμουλκών και ναυαγοσωστικών.