Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Το φοβερό μας ταξίδι έχει τελειώσει.
Το πλοίο μας ξεπέρασε την κάθε αναποδιά, κι η δάφνη που αναζητούσαμε, κερδήθηκε.
Φτάσαμε στο λιμάνι, ακούω καμπάνες να χτυπούν, λαό που αναγαλιάζει,
κι όλων τα μάτια στρέψαν στ’ ακλόνητο σκαρί, στο ατρόμητο και βλοσυρό καράβι
Μα, συ ω καρδιά! καρδιά! καρδιά!
Ώ άλικες, αιμάτινες, κόκκινες σταλαξιές,
Εκεί στη γέφυρα του πλοίου, ο Καπετάνιος μου πεσμένος,
κοιμάται κρύος… νεκρός… χαμένος.
Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου! Σήκω!
τα σήμαντρα ν’ ακούσεις που χτυπούνε.
Σήκω! για σενα λάβαρα λυτά ψυχανεμούνε,
για σένα σάλπιγγες, κλαγγές, αχολογούνε,
Για σένα τ’ ανθοστόλιστα, τα πλουμιστά στεφάνια,
Για σένα στην ακρογιαλιά συνάχτηκε το πλήθος,
Εσένα πεθυμά ο χοχλασμός ολάκερου λαού
και σε ζητά μ’ όψη φουντωμένη.
Έλα, Καπετάνιε μου! Πατέρα αγαπημένε!
Γείρε πάνω στο μπράτσο μου το έρημο κεφάλι.
Σαν όνειρο μου φαίνεται στη γέφυρα πεσμένος,
και να ‘σαι κρύος… νεκρός… χαμένος.
Μα ο Καπετάνιος μου δεν απαντά,
τ’ αχείλι του είν’ αμίλητο, χλωμό,
πατέρα μου το μπράτσο μου δε νιώθεις
κι ούτε έχεις πια τη θέληση, δεν έχεις πια σφυγμό
Το πλοίο έριξ’ άγκυρα ολάγερο, βουβό
κι έχει τελειώσει το ταξίδι το στερνό,
Από το φοβερό του το ξαρμένισμα,
της νίκης το καράβι ξαναγύρισε,
με κερδεμένο σκοπό.
Ευφράνου ακρογιαλιά, καμπάνα χτύπα!
Μα ‘γω το πένθιμό μου σέρνω βήμα
Στη γέφυρα, που ο Καπετάνιος μου πεσμένος
κοιμάται κρύος… νεκρός… χαμένος.
Walt Whitman