Spyros M. Polemis

Προερχόμενος από μια ιστορική ναυτιλιακή οικογένεια της Άνδρου, ο Σπύρος Μ. Πολέμης ήταν παθιασμένος με τη ναυτιλία και την θάλασσα. Παράλληλα με την δική του επαγγελματική σταδιοδρομία, εργάστηκε ακούραστα για πολλούς κορυφαίους ναυτιλιακούς οργανισμούς, κι ο ευρύτερος κλάδος επωφελήθηκε από τις γνώσεις και την αφοσίωσή του.

Ο πατέρας του, ο Μιχαήλ Σ. Πολέμης, ήταν καπετάνιος πλοίου που μαζί με τα δύο αδέρφια του ίδρυσαν τη δική τους ναυτιλιακή εταιρεία το 1951. Ο Σπύρος Πολέμης αργότερα αναζήτησε και βρήκε πως η οικογένειά του ασχολούνταν με τη ναυτιλία από τα τέλη του 18ου αιώνα.

Σπούδασε στην Αθήνα, το Λονδίνο και τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου απέκτησε πτυχίο Μηχανολόγου Μηχανικού και Ναυτιλιακής Αρχιτεκτονικής από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο Stevens του New Jersey. Κατά τη διάρκεια των διακοπών του, εργάστηκε στο κοντινό ναυπηγείο Bethlehem κι ως μαθητευόμενος μηχανικός σε οικογενειακά πλοία. «Ως νεαρός άνδρας, δεν υπήρχε ποτέ καμία αμφιβολία για το τι επρόκειτο να κάνω», είχε πει αργότερα.

Υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία ως υποπλοίαρχος στην Επιθεώρηση Εμπορικών Πλοίων και στη συνέχεια εργάστηκε στα γραφεία της οικογένειας στον Πειραιά, το Λονδίνο και την Νέα Υόρκη, αποκτώντας έτσι και πρακτική εμπειρία.

Το 1970, ο Πολέμης ξεκίνησε τη δική του εφοπλιστική καριέρα, ιδρύοντας την Polesons (αργότερα Seacrest Shipping) στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Remi Maritime στην Ελλάδα. Από τρία πλοία το 1971, ο στόλος τριπλασιάστηκε σε μέγεθος την επόμενη δεκαετία με εξαγορές πλοίων ξηρού φορτίου, φορτηγών χύδην και δεξαμενόπλοιων.

Πιστός στην ποιότητα και τα υψηλά πρότυπα ασφάλειας, ο Πολέμης απέρριψε πολλά σύγχρονα πλοία που διαπίστωσε ότι ήταν κακής κατασκευής. Ωστόσο, μέχρι το 1994 είχε έναν στόλο περίπου δώδεκα πλοίων, που κυμαίνονταν από handysize bulkers, μέχρι δεξαμενόπλοια suezmax. Κατά καιρούς, έδειξε επίσης ότι είναι ικανός να εκμεταλλεύεται ευκαιρίες και να πουλά πλοία με ένα καλό κέρδος.

Λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντός του για την ναυτιλία γενικότερα, κι όχι μόνο για τις δικές του δραστηριότητες, ο Πολέμης διέθεσε την ενέργεια και την τεχνογνωσία του σε μεγάλο αριθμό οργανισμών του κλάδου. Υπηρέτησε στα διοικητικά συμβούλια της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, του American Bureau of Shipping και του Hellenic War Risks Association. Διετέλεσε πρόεδρος του Newcastle P&I Club και αργότερα του North of England P&I Association μετά τη συγχώνευση των δύο φορέων.

Ο Πολέμης διετέλεσε δύο φορές πρόεδρος της διεθνούς ένωσης ιδιοκτητών ξηρού φορτίου Intercargo και για πολλά χρόνια ήταν αντιπρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Ναυτιλιακής Συνεργασίας με έδρα το Λονδίνο.

Μέσω αυτών των οργανισμών, υπερασπίστηκε με συνέπεια αξίες όπως τα ασφαλέστερα και πιο ισχυρά πλοία και αυστηρούς κώδικες δεοντολογίας.

Το 2006 έγινε ο πρώτος Έλληνας εκλεγμένος πρόεδρος του Διεθνούς Ναυτιλιακού Επιμελητηρίου (ICS), της παγκόσμιας «ομπρέλας» των εθνικών ναυτιλιακών ενώσεων, καθώς και της Διεθνούς Ναυτιλιακής Ομοσπονδίας (ISF).  Για τα επόμενα έξι χρόνια αποδείχθηκε αξιόπιστος «τιμονιέρης» σε μια ταραγμένη εποχή για τον κλάδο. Οι προκλήσεις περιλάμβαναν την οικονομική κρίση του 2008 και την έξαρση της δράσης των Σομαλών πειρατών, όπου περισσότεροι από 4.000 ναυτικοί κρατήθηκαν όμηροι.

Ο Πολέμης αγωνίστηκε επίσης για ρεαλιστική και παγκόσμια νομοθεσία στη ναυτιλία και για την αντιμετώπιση της αποσπασματικής, περιφερειακής θέσπισης κανόνων στον κλάδο. Ήταν μεταξύ των «αρχικών υποστηρικτών υπέρ της επιβολής εισφοράς στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου της ναυτιλίας ως απάντηση στην υπερθέρμανση του πλανήτη», σύμφωνα με το ίδιο το ICS.

Τα επιτεύγματά του αναγνωρίστηκαν με διάφορα βραβεία και τιμητικές διακρίσεις, όπως Βραβείο Lifetime Achievement και Doctor of Engineering Honoris Causa από το Stevens Institute of Technology, το βραβείο Προσωπικότητας της Χρονιάς των Ελληνικών Ναυτιλιακών Βραβείων της Lloyd’s List το 2011, και ένα βραβείο Ευκράντη των Ναυτικών Χρονικών για την συνολική του προσφορά στη ναυτιλία.

Όνειρο του Πολέμη ήταν να εντοπίσει ένα από τα τελευταία αμερικανικά πλοία Liberty, που ανέστησαν την ελληνική ναυτιλία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να το φέρει στην Ελλάδα και να το μετατρέψει σε επισκέψιμο μουσείο κι ιστορικό μνημείο. Με τις προσπάθειές του, το τελευταίο τέτοιο πλοίο, το SS Arthur M. Huddell, μεταφέρθηκε με επιτυχία στον Πειραιά, όπου ο συνάδελφος πλοιοκτήτης καπετάν Βασίλης Κωνσταντακόπουλος ανέλαβε την ανακαίνισή του. Μετονομάστηκε σε Hellas Liberty κι είναι ένα από τα τρία μόλις τέτοια πλοία που διασώζονται παγκοσμίως.

Παρά το γεγονός ότι ήταν τόσο ενεργός με τις ευθύνες του κλάδου καθώς και με τη δική του επιχείρηση, ο Πολέμης έβρισκε με κάποιο τρόπο χρόνο για πολλά ενδιαφέροντα εκτός του ναυτιλίας.

Ήταν φανατικός ιστιοπλόος και διετέλεσε πρόεδρος του Ναυτικού Ομίλου Άνδρου για περισσότερα από 20 χρόνια.  Ήταν επίσης επιτυχημένος σχεδιαστής σκαφών αναψυχής και κατασκεύασε τρία πρωτότυπα στην Ολλανδία στο δικό του ναυπηγείο, το Camara Marine. Ήταν δεινός σεφ και αφοσιωμένος παραγωγός ενός υπέροχου cabernet κρασιού από τον αμπελώνα του στην Άνδρο, τον «Cava Camara».

Ήταν μέλος του Worshipful Company of Shipwrights, ενός εκ των αρχαιοτέρων συνεταιρισμών (livery companies) του City του Λονδίνου. Στο City του Λονδίνου κατείχε επίσης τον τιμητικό τίτλο του Freeman. Ο Πολέμης ήταν επίσης Άρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Πολέμης συνδύασε τις ναυτιλιακές του δραστηριότητες με το πάθος του για την ιστορία και τη συγγραφή. Έγραψε και δημοσίευσε τρία βιβλία, μεταξύ των οποίων και μια στοχαστική μονογραφία για τη φιλοσοφία του, το The Sea of Life. Είχε ξεκινήσει την έρευνα για το επόμενο βιβλίο του, το οποίο θα αφορούσε την ιστορία της ελληνικής ναυτιλίας ξεκινώντας από την Οδύσσεια του Ομήρου.

Ήταν όμως ήδη μια καταξιωμένη αυθεντία στα ζητήματα της ελληνικής ναυτιλιακής ιστορίας και η έρευνά του υπογράμμισε τις ρίζες πολλών σημερινών ναυτιλιακών δραστηριοτήτων στην αρχαία Ελλάδα. Πίστευε ακράδαντα ότι η αδιάσπαστη ιστορία της ελληνικής ναυτοσύνης αποτελούσε το κλειδί για τη σύγχρονη επιτυχία της χώρας στον κλάδο και έγραψε με όμορφο τρόπο για τη σχέση αγάπης μεταξύ των Ελλήνων και της θάλασσας, βλέποντας τους ως «ένα αχώριστο ζευγάρι».