Η άνοδος και η πτώση του Στρατή Γ. Ανδρεάδη είναι μια ιστορία που περιέχει πολλά από τα χαρακτηριστικά της αρχαίας τραγωδίας: ηρωισμό και ύβρη, αγώνα ανάμεσα στο άτομο και στην πολιτεία και μια περίπτωση μελέτης για την κοινωνική ευθύνη.

Είναι μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες μεγάλες προσωπικότητες της ελληνικής ναυτιλίας, κυρίως γιατί η εποχή της ηγεσίας του των εφοπλιστών της χώρας συνέπεσε εν μέρει με τη Χούντα των Συνταγματαρχών.

Ο καθηγητής Ανδρεάδης προερχόταν από οικογένεια αστικής τάξης της Χίου, εφοπλιστών και ναυτικών που ήλεγχαν έναν αριθμό από μπρίκια και σκούνες τον 19ο αιώνα, λίγο πριν γίνει η μετάβαση στα ατμόπλοια.

Έγινε μία από τις πλέον δεσπόζουσες φυσιογνωμίες στην πολιτική της Ελληνικής ναυτιλίας κατά την σύγχρονη εποχή. Ήταν όμως ένας αληθινός «άνδρας της Αναγέννησης»: παράλληλα με τις ναυτιλιακές του δραστηριότητες, ήταν εξαιρετικός σαν τραπεζίτης, ένας σημαντικός βιομήχανος καθώς επίσης ένας επιτυχημένος δικηγόρος και ακαδημαϊκός.

Τα πρώτα χρόνια

Το τρίτο παιδί του Γεωργίου και της Πολυτίμης Ανδρεάδη, πήγε στο σχολείο της ιδιαίτερης πατρίδας του, στο Βροντάδο της Χίου, και στην συνέχεια φοίτησε στο γυμνάσιο της Χίου όπου αρίστευσε ως μαθητής. Η ιδιοφυΐα του επιβεβαιώθηκε όταν αποφοίτησε από την Νομική Σχολή Αθηνών, σε ηλικία 20 ετών.

Άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου στα 1927. Πήρε το μεταπτυχιακό του δίπλωμα και το διδακτορικό του στο Παρίσι και το 1934 είχε την δικαιοδοσία να εμφανιστεί ενώπιον του Αρείου Πάγου. Στην διάρκεια της δεκαετίας του ’30 διακρίθηκε ως δικηγόρος εκδικάζοντας μεγάλες αστικές, ποινικές και διοικητικές υποθέσεις. Το 1939, εξελέγη Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και στην συνέχεια Καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ), το σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου δίδασκε φοιτητές για τα επόμενα 30 χρόνια. Τελικά, υπηρέτησε επίσης ως πρύτανης στην ΑΣΟΕΕ. Η σημασία που προσέδιδε στις ακαδημαϊκές του δραστηριότητες γίνεται φανερή από το γεγονός πως απολάμβανε να τον αποκαλούν «Καθηγητή» σε όλη την διάρκεια της ζωής του.

Ήταν επίσης συγγραφέας όπως και δάσκαλος. Δημοσίευσε πολλά βιβλία στην διάρκεια της σταδιοδρομίας του απτόμενα θεμάτων δικαίου, οικονομικών και κοινωνικής ανάπτυξης, όχι μόνο σε σχέση με την Ελλάδα αλλά και παγκοσμίων τάσεων. Ο Καθηγητής Ανδρεάδης εθεωρείτο εμπειρογνώμονας του συνταγματικού και του διοικητικού δικαίου της χώρας και είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα θέματα διοικητικής δικαιοσύνης και της παρέμβασης της πολιτείας στην ιδιωτική δραστηριότητα. Η ειρωνεία είναι πως αυτά τα δύο ζητήματα θα τον στοίχειωναν στο τέλος της σταδιοδρομίας του.

Ο πρώτος μεγάλος διοικητικός του ρόλος ήλθε όταν ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου, σε περίοδο κρίσης λόγω της κατοχής της Ελλάδας στα χρόνια του πολέμου. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησε την εταιρία του αστικού σιδηροδρόμου, η οποία ήταν υπό την αιγίδα του Ομίλου Ανδρεάδη, να διευρύνει τις υπηρεσίες της και παρέμεινε συνδεδεμένος με την εταιρία για τρείς δεκαετίες.

Σαν εφοπλιστής, ήταν κυρίαρχη προσωπικότητα στους ναυτιλιακούς κύκλους με έδρα την Ελλάδα, στην διάρκεια των δεκαετιών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν η ναυτιλιακή βιομηχανία χρειαζόταν αναδόμηση. Υπηρέτησε για 10 χρόνια ως αντιπρόεδρος την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) και μετά άλλα 15 χρόνια (από το 1960 έως το 1974) ως Πρόεδρος της ΕΕΕ.

Η Χούντα των Συνταγματαρχών

Η φήμη του είχε υποστεί πλήγμα αφού φάνηκε υποστηρικτής της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία είχε αδράξει την εξουσία το 1967. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ίδιος ήταν αυταρχικός και εγωκεντρικός από την φύση του και ότι δεν παρατηρούσε πάντα τις δημοκρατικές λεπτότητες ακόμα και στον τρόπο λειτουργίας της ΕΕΕ. Αλλά την ίδια στιγμή απολάμβανε την κατ’ εξακολούθηση υποστήριξη πολλών εκ των παραδοσιακών ναυτιλιακών οικογενειών και το κληροδότημά του θα υπηρετούσε επάξια την ναυτιλία τις επερχόμενες δεκαετίες.

Ήταν στην διάρκεια της θητείας του Ανδρεάδη όπου ένα φιλικό νομικό και φορολογικό καθεστώς εγκαθιδρύθηκε για τις ναυτιλιακές εταιρίες και τους οργανισμούς ναυτιλιακών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι επικυρώθηκε από την χούντα, η νομοθεσία αυτή είχε κατ’ αρχήν συνταχθεί επί κυβερνήσεως του κεντρώου Γεωργίου Παπανδρέου, του πρώτου εκ των τριών Παπανδρέου που υπηρέτησαν ως Πρωθυπουργοί την Ελλάδα.

Η ναυτιλία

Βασιζόμενος σε αυτό το νέο, ασφαλές νομικό πλαίσιο για την ναυτιλία στου οποίου την διαπραγμάτευση είχε συμμετάσχει, ο Ανδρεάδης ήταν σε θέση να πείσει αρκετούς εκ των ομογενών Ελλήνων εφοπλιστών να επαναπατρισθούν στην Ελλάδα. Ήταν το ξεκίνημα της νέας επιτυχίας του Πειραιά ως η σύγχρονη έδρα της Ελληνικής ναυτιλιακής βιομηχανίας.

Η δική του ναυτιλιακή επιχείρηση ξεκίνησε μετά τον πόλεμο με την απόκτηση δύο πλοίων Liberty. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες εφοπλιστές που εισήλθαν στην αγορά των πετρελαιοειδών, αγοράζοντας ένα δεξαμενόπλοιο Τ-2 ναυπηγημένο στην Αμερική. Στην συνέχεια η εταιρία του Commercial Trading and Discount Co. παρήγγειλε νεότευκτα πλοία από Βρετανικά και Ιαπωνικά ναυπηγεία. Στην 10ετία του ’50 η εταιρία παρέλαβε αρκετά ολοκαίνουργια δεξαμενόπλοια και φορτηγά. Στο τέλος του 1957, ο στόλος αριθμούσε 14 πλοία.

Μετά την κρίση του 1958, ξεκίνησε ένα νέο πρόγραμμα ναυπηγήσεων δεξαμενόπλοιων και πλοίων μεταφοράς ξηρού φορτίου και οι παραλαβές συνεχίστηκαν σε όλη την δεκαετία του ’70. Το 1971, παρέλαβε τα μεγαλύτερα πλοία του μέχρι τότε, δύο ore-oil φορτηγά (εναλλαγής ξηρού-υγρού φορτίου) χωρητικότητας 150.000 τόννων από τον Όμιλο Hitachi της Ιαπωνίας. Επίσης άρχισε να προσανατολίζεται προς τα πολύ μεγάλα δεξαμενόπλοια, παραλαμβάνοντας ένα 280.000 τόννων στα 1976. Φιλοδοξούσε επίσης να παραγγείλει ένα ultra-large δεξαμενόπλοιο χωρητικότητας 500.000 τόννων το οποίο θα ήταν το μεγαλύτερο Ελληνικής ιδιοκτησίας.

Οι δραστηριότητες στη στεριά

Παρά την εξέχουσα θέση του Ανδρεάδη ως προσωπικότητα της ναυτιλίας, επένδυσε επίσης σε μεγάλο βαθμό στην χερσαία οικονομία της Ελλάδας. Η εμπλοκή του σε άλλους τομείς έφερε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του καθώς επίσης και την πτώση.

Το 1952 απέκτησε ένα πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας τότε. Σε σύντομο χρονικό διάστημα την εξέλιξε στον μεγαλύτερο επιχειρηματικό όμιλο στην Ελλάδα, εισάγοντας ξένο συνάλλαγμα αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων σε μια χώρα που ακόμα προσπαθούσε να ανοικοδομηθεί και να αναπτυχθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο.

Η Εμπορική Τράπεζα ανέλαβε την Ιονική και την Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδος στα 1957 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 διευρύνθηκε περαιτέρω με την εξαγορά της Τράπεζας Πειραιώς και της Τράπεζας Αττικής. Το 1962, ίδρυσε την πρώτη τράπεζα επενδύσεων της χώρας – Investment Bank S.A.- με συμμετοχή 10 μεγάλων διεθνών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων της Τράπεζας της Αμερικής και της Barclays.

Ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στα 1975, ο όμιλος είχε τριπλασιάσει τα υποκαταστήματα της τράπεζας και πρωτοπόρησε στην δημιουργία κινητής τραπεζικής εξυπηρέτησης με έναν στόλο 45 λεωφορείων να φέρουν τις τραπεζικές υπηρεσίες στις μικρές πόλεις και στα απομακρυσμένα χωριά της χώρας. Ήταν πρωτοποριακό στην ηλεκτρονική επεξεργασία βάσης δεδομένων στην Ελλάδα και εισήγαγε σημαντικό αριθμό αυτοματοποίησης στο τραπεζικό σύστημα ακόμα στην δεκαετία του ’70. Ο όμιλος διευρύνθηκε επίσης με ασφαλιστικές εταιρίες και με την πρώτη εταιρία αμοιβαίων κεφαλαίων της Ελλάδας, καθώς επίσης και με το έργο, τουριστικό ορόσημο, το κτίριο του Χίλτον των Αθηνών.

Ο Ανδρεάδης ίδρυσε τα Ναυπηγεία Ελευσίνας, τα οποία ο ίδιος υποστήριξε με συμβάσεις ναυπήγησης για τον δικό του στόλο. Τελικώς παρέλαβε τέσσερα νεότευκτα πλοία μεταφοράς ξηρού φορτίου από τα ναυπηγεία. Ο Ανδρεάδης δημιούργησε επίσης μια αξιόλογη ναυπηγοεπισκευαστική βάση, την Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων και υπήρξαν ακόμη πολλές άλλες οικονομικές και βιομηχανικές πρωτοβουλίες.

Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1972, η χούντα ζήτησε προτάσεις προσφορών για την δημιουργία και την λειτουργία του τέταρτου διυλιστηρίου της χώρας και ο Ανδρεάδης κέρδισε την σύμβαση. Μια νέα γραμμή επιχειρήσεων για την αυτοκρατορία του, το διυλιστήριο Στραν στα Μέγαρα, κοντά στην Αθήνα, φημολογείτο πως θα ήταν μία επένδυση της τάξεως των 100 εκατομμυρίων δολαρίων μετά την αποπεράτωσή του. Πάντως ματαιώθηκε πριν κατασκευαστεί και παρ’ όλο που ο Ανδρεάδης δικαιώθηκε από τις δικαστικές αποφάσεις, πέρασαν δύο δεκαετίες πριν η οικογένειά του αποζημιωθεί μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η πτώση

Τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Το 1975 μετά την πτώση της χούντας και την επιστροφή της δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός της χώρας Κωνσταντίνος Καραμανλής κρατικοποίησε ξαφνικά την Εμπορική Τράπεζα, περιλαμβάνοντας ουσιαστικά όλες τις επιχειρήσεις επί ξηράς του Ανδρεάδη, χωρίς αποζημίωση. Τα προηγούμενα χρόνια ο πολιτικός κι ο επιχειρηματίας είχαν καλές σχέσεις. Παρά το γεγονός πως η φιλία είχε κλονιστεί, φαίνεται πως ο Ανδρεάδης δεν ήταν προετοιμασμένος για την επίθεση στην αυτοκρατορία του.

Χρόνια αργότερα, ο Ανδρεάδης μπορούσε να αντιπαραβάλλει την θετική πορεία αυτών των υπό τον έλεγχό του εταιριών, με την καταστροφική απόδοση τους αφού είχαν τεθεί υπό δημόσιο έλεγχο. Η κρατικοποίηση του ομίλου του, έθεσε ένα προηγούμενο για περαιτέρω εθνικοποιήσεις στα επόμενα χρόνια, που έπαιξε αποτρεπτικό ρόλο στις διεθνείς επενδύσεις στην χώρα.

Θα περνούσε τα περισσότερα από τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ουσιαστικά αυτοεξόριστος, κυρίως στο Παρίσι. Παρ’ όλο που είχε αρκετά ενδιαφέροντα στο εξωτερικό, ιδιαίτερα τη Commercial Bank of the Near East με έδρα το Λονδίνο, η οποία αργότερα πουλήθηκε στην Alpha Bank, του απέμεινε κυρίως η ναυτιλιακή του επιχείρηση.

Όπως οι περισσότεροι εφοπλιστές που επένδυσαν σε μεγάλο βαθμό στην δεκαετία του ’70, επηρεάστηκε κι αυτός αρνητικά από την παγκόσμια ναυτιλιακή κρίση του ’80. Όταν απεβίωσε το 1989, ο στόλος του είχε συρρικνωθεί σε μόλις οκτώ πλοία.

Χωρίς αμφιβολία, τα προβλήματά του με την πολιτεία, τα οποία ανέκυψαν σε προχωρημένο στάδιο της ζωής του, ήταν ένα βαρύ πλήγμα στην περηφάνεια του Ανδρεάδη και στην περιουσία του. Ωστόσο ως το τέλος, σύμφωνα με μαρτυρίες συνεργατών, ο Ανδρεάδης ευχαρίστως θα επέστρεφε να επενδύσει στην Ελλάδα αν οι συνθήκες το επέτρεπαν.