Ο Περικλής Παναγόπουλος ξεχώρισε ανάμεσα σε διακεκριμένους Έλληνες εφοπλιστές της ηλικίας του ως πραγματικός επιχειρηματίας και καινοτόμος. Η φήμη του εκτοξεύτηκε ως ιδρυτής, πρώτα, της Royal Cruise Line, και αργότερα της εταιρίας επιβατηγών της Attica Group, ενώ ήταν επίσης αξιοσέβαστος ως εφοπλιστής πλοίων ξηρού φορτίου.
Ωστόσο, καμία από τις επιτυχίες του δεν ήρθε εύκολα και η ναυτιλιακή του καριέρα χτίστηκε μόνο μετά την υπέρβαση μιας τραγικής παιδικής ηλικίας.
Ο Παναγόπουλος είχε τις ρίζες του στην Μεσσηνία της Πελοποννήσου και η άμεση οικογένειά του δεν είχε καμία σχέση με τις θαλάσσιες δραστηριότητες. Ο πατέρας του είχε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας, αλλά έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν το ξενοδοχείο κατασχέθηκε από τους Ναζί.
Ωστόσο, ο Ευγένιος Ευγενίδης ήταν μακρινός συγγενής της οικογένειας. Μετά τον πόλεμο, ο θρυλικός πλοιοκτήτης, εγκαταστημένος στην Ελβετία, πήρε τον νεαρό τότε Περικλή υπό την προστασία του.
Ο Παναγόπουλος πέρασε τις σχολικές διακοπές στα πλοία και στα γραφεία του μέντορά του. Η μαθητεία κάλυψε όλες τις ναυτιλιακές δραστηριότητες του Ευγενίδη, συμπεριλαμβανομένων των υπερατλαντικών επιβατικών υπηρεσιών της Home Lines, καθώς και των πλοίων ξηρού φορτίου και ψυγείων.
Ο Ευγενίδης, ο οποίος δεν είχε δικά του παιδιά, αναγνώρισε το ταλέντο και την ορμή του νεαρού Παναγόπουλου. Επίσης, μετέδωσε στον προστατευόμενό του μια τελειομανή νοοτροπία. Φαινόταν πως ο Παναγόπουλος ξεπρόβαλε ως πιθανός κληρονόμος της επιχείρησής του, αλλά οποιαδήποτε πιθανότητα γι’αυτό ναυάγησε με τον ξαφνικό θάνατο του Ευγενίδη το 1954.
Για μια περίοδο μετά το θάνατο του Ευγενίδη, ο Παναγόπουλος συνέχισε με την Home Lines, αλλά η απογοήτευση τον είχε καταβάλει και τελικά παραιτήθηκε, χωρίς να έχει προγραμματίσει το επόμενό του βήμα. Μέσα από μια τυχαία συνάντηση, όμως, προσελήφθη σχεδόν αμέσως από τον Χαράλαμπο Κιοσέογλου, επίσης πρώην στέλεχος της Home Lines, ο οποίος είχε δημιουργήσει μια νέα επιχείρηση κρουαζιέρας, την Sun Line.
Ο Παναγόπουλος έγινε γενικός διευθυντής της Sun Line και εκεί απέκτησε την επιπλέον αυτοπεποίθηση να σκεφτεί να ξεκινήσει την δική του επιχειρηματική καριέρα.
«Ως νεαρός άνδρας, ήξερα ότι ο ρόλος μου ήταν να μάθω», είχε πει ο Παναγόπουλος. «Καθώς οι γνώσεις και η εμπειρία μου μεγάλωναν, άρχισα να βλέπω την επιχείρηση κρουαζιέρας και να την καταλαβαίνω με έναν νέο τρόπο. Κατέληξα να πιστεύω ότι είχα ιδέες και γνώσεις που θα μπορούσαν να την κάνουν καλύτερη. Αφού είχα μάθει τα θεμελιώδη, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να είμαι το μέλλον της».
Το 1971, ο Παναγόπουλος συνίδρυσε τη Royal Cruise Line με τον Barney Ebsworth, επιχειρηματία στον κλάδο του τουρισμού από το St. Louis. Στις πολλές καινοτομίες της RCL περιελαμβάνεται και η, κοινότυπη πλέον, λύση του πακέτου αέρα-θάλασσας για κρουαζιέρες.
Το πρώτο πλοίο της εταιρίας, το Golden Odyssey, κατασκευάστηκε στα ναυπηγεία Helsingor της Δανίας και σχεδιάστηκε για να μεταφέρει 450 επιβάτες, ακριβώς την ίδια χωρητικότητα του νέου, τότε, αεροπλάνου Boeing 747. Παραδόθηκε το 1972 και ενσωμάτωσε πολλές νέες ιδέες σε μορφή κύτους, δομικά υλικά, εγκαταστάσεις καμπίνας και υπηρεσίες εν πλω. Πολλές από τις καινοτόμες ιδέες υιοθετήθηκαν σύντομα από ανταγωνιστές της εταιρίας.
Αργότερα, υπό τον πλήρη έλεγχο του Παναγόπουλου, η RCL απέκτησε δύο ακόμη πλοία. Το πρώτο ήταν το Doric, ένα μετασκευασμένο μεταχειρισμένο πλοίο της πρώην Home Lines, το οποίο μετετράπη το 1982 στο χωρητικότητας 850 επιβατών Royal Odyssey.
Με το IPO του 1987, και την ταχεία επέκταση της Carnival Cruise Line, η βιομηχανία άλλαζε γρήγορα, ωστόσο. Ο Παναγόπουλος είχε πλήρη επίγνωση της ανάγκης για ανάπτυξη. Μια παραγγελία για έως και δύο κρουαζιερόπλοια επόμενης γενιάς τοποθετήθηκε στο ναυπηγείο Meyer Werft της Γερμανίας και είχε ως αποτέλεσμα την παράδοση του Crown Odyssey, χωρητικότητας 1,052 επιβατών, το 1988. Το πλοίο ήταν γεμάτο καινοτομίες που απέρρεαν από την έμμονη προσοχή του Παναγόπουλου στην λεπτομέρεια και την δημιουργική ενέργεια, αλλά τα σχέδια για ένα αδελφό πλοίο ακυρώθηκαν.
Ο Παναγόπουλος ήταν καινοτόμος, αλλά και ρεαλιστής. Προβλέποντας μείωση των κερδών και σκληρότερο ανταγωνισμό στο μέλλον, το 1989 πουλά την RCL στην Kloster Cruise, μια κίνηση που ανάμενε μια πολύ ευρύτερη παγκόσμια ενοποίηση της κρουαζιέρας που θα ερχόταν σύντομα.
Ένα συναρπαστικό νέο κεφάλαιο ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1992 όταν απέκτησε τους Κυλινδρόμυλους Αττικής, μια αδρανή εταιρία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Για πρώτη φορά άνοιξε την πρόσβαση σε δημόσια κεφάλαια για τα δικά του σχέδια. Μετονόμασε τη εταιρία Επιχειρήσεις Αττικής, που σύντομα επικεντρώθηκε στον τομέα των επιβατηγών.
Αναγνωρίζοντας τις δυνατότητες μιας Αδριατικής θαλάσσιας γέφυρας παρακάμπτοντας τη χερσαία διαδρομή μέσω των Βαλκανίων, ο Παναγόπουλος και ο γιος του Αλέξανδρος εγκαινίασαν την Super Fast Ferries. Ήταν τα πρώτα νέα πλοία που κατασκευάστηκαν ποτέ για τη γραμμή Ελλάδας-Ιταλίας και ξεκίνησαν ένα στόλο 12 νεότευκτων SuperFast.
Η SuperFast καθιερώθηκε αργότερα στην Βαλτική και την Βόρεια Θάλασσα και οι Επιχειρήσεις Αττικής εισήλθε επίσης στις ελληνικές εγχώριες συναλλαγές αναλαμβάνοντας τον έλεγχο ενός ανταγωνιστή, της Strintzis Lines, η οποία μετονομάστηκε σε Blue Star Ferries.
Μέσα σε μόλις επτά χρόνια, η εταιρία, μετονομασμένη πλέον σε Attica Group, είχε εισαγάγει 17 μεγάλα νεότευκτα πλοία και θα μπορούσε να διεκδικήσει την πρωτιά ως πανευρωπαϊκή ακτοπλοϊκή εταιρία.
Το 2007, ο Παναγόπουλος πούλησε την Attica στον όμιλο Marfin. Η εκποίηση ήταν προνοητική, αφού ήλθε δύο χρόνια πριν από την κατάρρευση της αγοράς το 2009.
Το 2009 ο Παναγόπουλος απήχθη από ένοπλους έξω από το σπίτι του και κρατήθηκε αιχμάλωτος για οκτώ ημέρες. Ήδη ένας θρύλος στους ναυτιλιακούς κύκλους, έγινε γνωστός σε ένα ευρύτερο κοινό για την χαρακτηριστική χάρη και αξιοπρέπεια με την οποία βγήκε από αυτή την δοκιμασία.
Παράλληλα με τις ακτοπλοϊκές του δραστηριότητες, δραστηριοποιήθηκε στην μεταφορά χύδην φορτίου μέσω της Magna Marine, η οποία ιδρύθηκε το 1991. Το 2019, όταν ο Παναγόπουλος φεύγει από τη ζωή έπειτα από μακρά ασθένεια, ο στόλος της Magna είχε οκτώ πλοία.