Ο Βασίλης Γουλανδρής γεννήθηκε στο ξεχωριστό νησί της Άνδρου το 1913. Η Άνδρος, ένας τόπος που ανοίγει την καρδιά και εμπνέει μεγάλα οράματα, διαθέτει μια ξακουστή κληρονομιά λόγω της σχέσης της με την εμπορική ναυτιλία. Η κληρονομιά αυτή ανάγεται σε τρεις τουλάχιστον αιώνες πριν.
Ο Γουλανδρής καταγόταν από μια μακρά σειρά ανθρώπων που για τρεις τουλάχιστον γενιές πριν κι απασχολούμενοι σε ποικίλες δραστηριότητες, ζούσαν από την εμπορική ναυτιλία. Κάποιοι ήταν καπετάνιοι, άλλοι πρώτοι μηχανικοί και τελικά αρκετοί από αυτούς αλλά και οι απόγονοί τους έγιναν πλοιοκτήτες οι ίδιοι. Ο Βασίλης ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους αυτής της πολυπληθούς και ευρείας οικογένειας.
Ο Βασίλης είχε το προνόμιο να μαθητεύσει στην Άνδρο πριν η οικογένειά του μετακομίσει στην Αθήνα, ενώ φυσικά κάθε καλοκαίρι επέστρεφε στην Άνδρο. Η Άνδρος ήταν αρκετά εξελιγμένη στις αρχές του 20ου αιώνα. Διέθετε καλά φωτισμένους δρόμους, επαρκές τρεχούμενο νερό και όμορφες θερινές κατοικίες τόσο στη Χώρα, όσο και στις κοντινές κατοικημένες περιοχές, τα Λάμυρα και το Μανιτάρι. Ο Βασίλης, τα αδέλφια και τα ξαδέλφια του απολάμβαναν ξέγνοιαστες καλοκαιρινές διακοπές στην διάρκεια της εφηβείας τους, ενώ παράλληλα είχαν πρόσβαση στα καλύτερα σχολεία της εποχής στην Αθήνα.
Η ζωή του Βασίλη σημαδεύθηκε από φυματίωση στο τέλος της εφηβικής ηλικίας. Αποφασίστηκε ότι η περίπτωσή του θα αντιμετωπιζόταν καλύτερα με την αναζήτηση θεραπείας στο εξωτερικό. Η θεραπεία στην Ελβετία ήταν επιτυχής και στη συνέχεια ο Βασίλης προχώρησε στις νομικές του σπουδές εκεί την δεκαετία του ’30. Έπειτα πήγε στα γραφεία της Goulandris Brothers στο Λονδίνο, όπου εργαζόταν ήδη ο μεγαλύτερος αδελφός του, Γιάννης. Μετά τον πρόωρο θάνατο του Γιάννη το 1950, ο Βασίλης ανέλαβε την διαχείριση των αναπτυσσόμενων συμφερόντων της οικογένειας στην ναυτιλία. Νωρίτερα το ίδιο έτος είχε παντρευτεί την Ελίζα, που υπήρξε η μοναδική και πολυαγαπημένη του γυναίκα.
Οι αρχές της δεκαετίας του ’50 αποδείχθηκαν επικερδείς για την εμπορική ναυτιλία, ενισχυμένες και από τις απαιτήσεις του πολέμου της Κορέας. Σε αυτά τα χρόνια, ο Βασίλης και τα αδέλφια του βρήκαν καινοτόμους τρόπους πρόσβασης σε χρηματοδοτήσεις. Χρησιμοποιώντας παραγωγικά αυτό που σήμερα αποκαλείται μόχλευση, αύξησαν ταχύτατα τον αριθμό των πλοίων που διοικούσαν.
Ήταν επίσης από τους πρώτους πλοιοκτήτες των οποίων τα καινούργια πλοία κατασκευάζονταν σε ναυπηγεία της Ιαπωνίας. Ενώ έκτοτε τα ιαπωνικά ναυπηγεία έγιναν συνώνυμα της κατασκευής νέων πλοίων για Έλληνες πλοιοκτήτες, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι μεγάλες παραγγελίες προς την Ιαπωνία ήταν ακόμα αδόκιμη πρακτική για την εποχή. Ο Βασίλης Γουλανδρής κατόρθωσε να φέρει εις πέρας και με επιτυχία αυτό το σημαντικό και πολύπλοκο έργο. Κατά τη διάρκεια των επομένων 40 ετών, πολλά ακόμη πλοία κατασκευάστηκαν για τον Όμιλό του από την IHI και την Mitsubishi.
Ο στόλος που διαχειριζόταν διατηρούσε πάντοτε μία ισορροπία μεταξύ των μεγάλων δεξαμενόπλοιων και των μεγάλων, για την εποχή, φορτηγών πλοίων. Υπό την ηγεσία του Βασίλη υπήρχε πάντοτε ένας αριθμός δεξαμενόπλοιων υπό μακροπρόθεσμη ναύλωση στις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες. Αυτή αποδείχθηκε μία σοφή προσέγγιση καθώς εξασφάλιζε μία σταθερή εισοδηματική ροή στις συχνά επαναλαμβανόμενες περιόδους των ισχνών αγελάδων όταν η ρευστότητα αποδεικνυόταν όλο και περισσότερο αναγκαία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Βασίλης Γουλανδρής ήταν ένας οξύνους επιχειρηματίας που διέθετε βαθειά γνώση όλων των εμπορικών περιπλοκών της ναυτιλιακής βιομηχανίας. Ήταν επίσης γνωστός στους ναυτιλιακούς κύκλους ως άνθρωπος αναμφισβήτητης προσωπικής ακεραιότητας. Η φήμη αυτή τον ακολουθούσε σε όλη του την ζωή και τον βοήθησε σε σημαντικό βαθμό να επιτύχει ένα μεγάλο μέρος των στόχων του.
Μία ίσως λιγότερο γνωστή πλευρά της προσωπικότητάς του σχετίζεται με την ταπεινοφροσύνη και την ευαισθησία που επεδείκνυε σε όλες τις προσωπικές του σχέσεις. Ήταν πάντοτε έτοιμος να αναγνωρίσει και να επαινέσει τα πολλά προσόντα των συνεργατών και των υπαλλήλων του. Απέδιδε τα εύσημα όταν έπρεπε και δεν τα κρατούσε για τον εαυτό του. Θεωρούσε τις πολλές του επιτυχίες συνέπεια της καλής του τύχης να εργάζονται για εκείνον καλοί και έμπιστοι άνθρωποι. Οι προσωπικοί του προβληματισμοί και ανησυχίες αφορούσαν κυρίως στην ευημερία και αυτών αλλά και άλλων ανθρώπων.
Όταν εστίαζε την προσοχή του ή εξέφραζε την άποψή του πάνω σε οποιοδήποτε θέμα, ήταν φανερό ότι μιλούσε από καρδιάς. Τα πρώτα πράγματα που έλεγε πάντοτε αφορούσαν τις ευαισθησίες του για τον συνάνθρωπο. Πρώτα μιλούσε για το ποιοι θα μπορούσαν να απογοητευθούν ή με κάποιο τρόπο να ενοχληθούν από την προς εξέταση δραστηριότητα. Μόνο αφού τέτοια ζητήματα είχαν επιτυχώς λυθεί θα προχωρούσε στην συζήτηση για το πιθανό εμπορικό ή άλλο όφελος του εγχειρήματος. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται ότι ο Βασίλης Γουλανδρής ήταν αναποφάσιστος. Αντιθέτως, μπορούσε να είναι πολύ αποφασιστικός και να δρα ταχύτατα αλλά μόνο αφού είχε πειστεί ότι έκανε το σωστό. Και το σωστό για εκείνον σήμαινε να μην είναι ιδιοτελής. Δεν επεδίωκε μεγαλύτερη μερίδα για τον εαυτό του αλλά να δημιουργήσει μία μεγαλύτερη και καλύτερη πίτα και να την κάνει διαθέσιμη στους άλλους γύρω του.
Στα τελευταία του χρόνια ο Βασίλης Γουλανδρής περνούσε αρκετούς μήνες κάθε καλοκαίρι στον τόπο του, την Άνδρο. Ο Βασίλης ήθελε να συνεργαστεί με τις τοπικές αρχές της Άνδρου ώστε να κάνει έργα για να βελτιώσει το νησί και ιδιαίτερα την γενέτειρά του, τη Χώρα.
Το 1979, μαζί με την σύζυγό του, ίδρυσαν το ομώνυμο Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, του οποίου υπήρξε Πρόεδρος μέχρι το 1992. Μέσα σε διάστημα 20 ετών, το Ίδρυμα ανήγειρε στην Άνδρο τρία υπερσύγχρονα μουσεία: το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (1979), που στεγάζει μέρος της συλλογής του Ιδρύματος αποτελούμενης από περισσότερα από 300 έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, το Αρχαιολογικό Μουσείο (1981) και τη Νέα Πτέρυγα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (1986), όπου διοργανώνονται κάθε καλοκαίρι διεθνείς εκθέσεις μεγάλων καλλιτεχνών.
Εκτός των ευρύτερα γνωστών αυτών έργων, ο Βασίλης Γουλανδρής προσέφερε στην γενέτειρά του, με τρόπο αφανή και ανώνυμο, υποστήριξη ουσιαστικής σημασίας σε γηροκομεία, σχολεία, εκκλησίες, δήμους, κοινότητες αλλά και μεμονωμένα σε συνανθρώπους και οικογένειες.
Σημαντικές ήταν οι δωρεές του ζεύγους Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή και του ομώνυμου Ιδρύματος προς την Ελεήμονα Εταιρεία Αθηνών για την ανέγερση και τον εξοπλισμό της Εστίας Αθηνών. Πρόκειται για μια υποδειγματική μονάδα πολυτελών διαμερισμάτων για μοναχικά άτομα της τρίτης ηλικίας. Το 1989 ανέλαβαν την φροντίδα εκσυγχρονισμού του περιπτέρου απόρων γερόντων Άγιος Γεώργιος, δυναμικότητας 45 ατόμων και το 1990 του περιπτέρου απόρων υπερηλίκων γυναικών Κυπριάδειον.
Για την ανθρωπιστική και κοινωνική του προσφορά τιμήθηκε με τον Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α’ και την διάκριση του Μεγάλου Άρχοντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για την συμβολή του στην ανάπτυξη της ελληνογαλλικής φιλίας τιμήθηκε με τις ύψιστες διακρίσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας: Chevalier de la Légion d’Honneur (1981) και Officier de la Légion d’Honneur (1986), ενώ για την προσφορά του στις Τέχνες με τον τίτλο Commandeur de l’Ordre des Arts et des Lettres. Για την δωρεά προς την πολιτεία του Αρχαιολογικού Μουσείου Άνδρου και την Ίδρυση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, τιμήθηκε το 1981 με το Αργυρούν Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Βασίλης Γουλανδρής απεβίωσε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1994.