Ο Μανώλης Κουλουκουντής έχαιρε ιδιαίτερης θέσης στην Ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα του 20ου αιώνα. Εθεωρείτο ευρέως μέντορας για τους νεώτερους εφοπλιστές και μερικές φορές χαιρετίστηκε ως ‘πατριάρχης’ εντός των Ελληνικών ναυτιλιακών κύκλων ή ακόμα και ως ‘πρύτανης’.

Καπνιστής πίπας, στοχαστικός και ένας επιτυχημένος ζωγράφος ακουαρέλας, ο Κουλουκουντής είχε εγκάρδια φυσιογνωμία και γοητευτικούς τρόπους. Μπορούσε επίσης να ψυχαγωγήσει παίζοντας με ικανότητα μαντολίνο. Αυτό κατά κάποιον τρόπο έκανε δυσδιάκριτη μια ισχυρή επιχειρηματική προσωπικότητα που δεν δείλιαζε να αναλάβει ηγετικό ρόλο.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Κουλουκουντής γεννήθηκε στο νησί της Κάσου τον Νοέμβριο του 1898. Ο πατέρας του Ηλίας, μέλος της τρίτης γενιάς της οικογένειας Κουλουκουντή που δραστηριοποιείτο στα ναυτιλιακά, ήταν ένας καπετάνιος που κυβερνούσε τα πλοία του. Τον ίδιο μήνα που γεννήθηκε ο Εμμανουήλ, ο πατέρας του πούλησε το τελευταίο του ιστιοφόρο πλοίο, ένα μπάρκο 900 τόννων ονομαζόμενο ‘Αναστασία’, και αγόρασε το πρώτο του ατμόπλοιο, ένα από δεύτερο χέρι Εγγλέζικο φορτηγό 3.800 τόννων. ‘Ανήκω ως εκ τούτου στην εποχή του ατμού’, έγραψε αργότερα ο Εμμανουήλ.

Ως μαθητής δούλευε στα πλοία του πατέρα του στις διακοπές, και παρακολουθούσε με φανατισμό τα πλοία. Δημιούργησε ένα τεράστιο απόθεμα γνώσεων σχετικά με τύπους πλοίων, σχεδιασμό, κατασκευαστές και πλοιοκτήτες. Αφού ο πατέρας του βρισκόταν ως επί το πλείστον στην θάλασσα, ελάμβανε ο ίδιος τις αναφορές σχετικά με τις αγοραπωλησίες από τους μεσίτες. Μέσω αυτής της τριβής σε καθημερινή βάση εμπλούτισε την επίγνωσή του πάνω στα θέματα της δουλειάς με αξιόλογα δεδομένα για τις συναλλαγές και για τις τιμές των πλοίων.

Αφού τέλειωσε το σχολείο το 1914, είχε την πρόθεση να σπουδάσει στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού αλλά αυτό το σχέδιο δεν ευδοκίμησε καθώς η Τουρκία μπήκε στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο στην πλευρά της Γερμανίας. Μετά τον πόλεμο πήγε στο Λονδίνο και έμαθε περισσότερα σχετικά με την δουλειά ως εκπαιδευόμενος σε ένα μεσιτικό γραφείο στο City.

Τα πρώτα βήματα: η R&K

Την επόμενη χρονιά, το 1921, από κοινού με τον συμπατριώτη και παιδικό του φίλο Μηνά Ρεθύμνη ίδρυσαν την Rethymnis&Kulukunntis. Η R&Κ σταδιακά έγινε το μεγαλύτερο ναυτιλιακό γραφείο του Λονδίνου. Ήταν κάτι σαν ‘υπηρεσίες μιας στάσης’ για τους Έλληνες συναδέλφους εφοπλιστές που χρειάζονταν εξυπηρέτηση στην Βρετανική αγορά. Σε αντίθεση με πολλά από τα πρώτα Ελληνικά ναυτιλιακά γραφεία του Λονδίνου, δεν εκπροσωπούσε αμιγώς συμπατριώτες από την ιδιαίτερη πατρίδα του, εν προκειμένω το νησί της Κάσου. Αντιπροσώπευε επίσης πολλές ναυτιλιακές επιχειρήσεις οικογενειών από την Χίο, και εφοπλιστές από άλλα νησιά. Εκτός από μια χείρα βοηθείας, μπορούσε να παρέχει έναντι αμοιβής δάνεια, μεσίτευση αγοραπωλησιών, ναυλώσεις, ασφάλιση, ανεφοδιασμό, ακόμα και διαχείριση πλοίων. Ο Ωνάσης και ο Νιάρχος ήταν μόνο δύο από τα ονόματα που η R&Κ εξυπηρέτησε στα πρώτα χρόνια τους.

Το πρώτο καλοκαίρι της R&Κ συνέπεσε με κακές συνθήκες στην ναυλαγορά και πτωτικές τιμές αγοραπωλησιών στα πλοία. Ήταν η σωστή στιγμή για να αγοράσουν φιλόδοξοι Έλληνες πλοιοκτήτες ατμόπλοια και περαιτέρω πηγή για φτηνά πλοία ήταν η πώληση ενός μεγάλου στόλου πρώην Γερμανικών πλοίων εκ των αποζημιώσεων του πολέμου που διαχειριζόταν η Lord Inchcape της P&O. Η πρώτη επιτυχημένη δουλειά του Κουλουκουντή ως μεσίτη, ήταν η εξαγορά ενός εξ αυτών, ένα 13 ετών, 6.000 τόννων ατμόπλοιο ονομαζόμενο ‘Rooke’ για 17.000 στερλίνες. Καθιέρωσε το όνομά του στην Ελληνική αγορά ως ειδικός στους διαγωνισμούς για τα Γερμανικά πλοία εκ του πολέμου, από τα οποία τελικώς αγόρασε οκτώ από την Lord Inchape και άλλα επτά τα οποία είχαν κατασχεθεί από τους Συμμάχους.

Τα επόμενα βήματα

Αλλά τελικώς ο Κουλουκουντής είχε την δυνατότητα να πραγματοποιήσει τις καλύτερες συναλλαγές του κυρίως χάρη στην Μεγάλη Ύφεση, μια δεκαετία μετά την ίδρυση της R&Κ. Η κατάρρευση πολλών ναυτιλιακών εταιριών, περιλαμβανομένου του Ομίλου Kysland, ο οποίος προσμετρούσε την Royal Mail Stream Packet Co. και την Elder Dempster Lines ανάμεσα στις επιχειρήσεις του, πλημμύρισαν την αγορά με αρκετά σύγχρονα πλοία σε πολύ χαμηλές τιμές. Kινήθηκε γρήγορα και πήρε πολλά από αυτά τα πλοία, κυρίως τα τύπου Standard B που κατασκευάστηκαν στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και που μπορούσαν τώρα να αποκτηθούν για περίπου 6.000 στερλίνες. Επίσης προέτρεψε και άλλους Έλληνες εφοπλιστές να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία. Αργότερα ανέφερε ότι κάποιοι, όπως ο Σταύρος Λιβανός, οι αδελφοί Γουλανδρή και ο Χανδρής ακολούθησαν το παράδειγμά του. Ωστόσο, άλλοι προτίμησαν να αγοράσουν συμβατικά ατμόπλοια. Η R&Κ αγόρασε 25 πλοία αυτού του τύπου για την ίδια και για τους πελάτες της.

Ο ίδιος ο Κουλουκουντής θεωρούσε ότι ο ηγετικός του ρόλος σε αυτή την επέκταση του Ελληνικού στόλου, στην καλύτερη δυνατή στιγμή, ήταν το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του. Περιλάμβανε ‘την καλύτερη ανταλλαγή’ που έκανε ποτέ. Το 1932 πούλησε ένα παλιό ατμόπλοιο 6.000 τόννων, κατασκευής 1900, για 2.100 στερλίνες και έστειλε το ίδιο πλήρωμα να παραλάβει το νέο του απόκτημα, το μεγαλύτερο ‘Maindy Grange’, 12 ετών, το οποίο μετονομάσθηκε σε ‘Mount Pindos’ Του το πούλησε η Τράπεζα Barclays για 2.150 στερλίνες, λιγότερο από την τιμή για διάλυση για ένα πλοίο 8.100 τόννων. Δεν αργούσε να αναγνωρίσει μια πραγματική ευκαιρία. Οι τιμές ανέκαμψαν τόσο γρήγορα στην συνέχεια που οι Έλληνες μπορούσαν να πουλήσουν μερικά από τα πλοία που είχαν αποκτήσει σε πολλαπλάσιες τιμές από αυτές που είχαν πληρώσει. Για παράδειγμα η R&Κ, απέκτησε το ‘Mount Ida’ για 6.000 στερλίνες από την Elder Dempster το 1933 και το πούλησε δύο χρόνια αργότερα σε Γερμανούς αγοραστές για 54.000 στερλίνες.

Παρά το γεγονός πως ο Κουλουκουντής διέπρεψε στις αγοραπωλησίες μεταχειρισμένων πλοίων, η R&Κ συμμετείχε επίσης σε ένα κύμα Ελληνικών παραγγελιών νεότευκτων στα τέλη της 10ετίας του ’30. Η εταιρεία της οικογένειας Κουλουκουντή παρήγγειλε τέσσερα νεότευκτα φορτηγά, όλα από Βρετανικά ναυπηγεία.

η Ελληνική Επιτροπή Ναυτιλιακής Συνεργασίας του Λονδίνου

Την ανανεωμένη αισιοδοξία στις ναυτιλιακές αγορές ακολούθησε μια κίνηση ανάμεσα σε εφοπλιστές διαφόρων εθνικοτήτων να συμφωνήσουν σε ένα ελάχιστο ποσοστό κέρδους ώστε από το 1935 να αποκατασταθούν σε ανεκτά επίπεδα οι τιμές των ναύλων στο εμπόριο σιτηρών της Ευρώπης από την Αργεντινή . Η πρωτοβουλία ανήκε στον Κουλουκουντή ο οποίος, την ίδια χρονιά, πρότεινε μεγαλύτερο συντονισμό μεταξύ των 21 τότε Ελληνικών ναυτιλιακών γραφείων που ήταν εγκατεστημένα στο Λονδίνο. Έτσι στα μέσα του 1935, γεννήθηκε η Ελληνική Επιτροπή Ναυτιλιακής Συνεργασίας του Λονδίνου.

Μολονότι ο Κουλουκουντής δεν προήδρευσε ποτέ στην Επιτροπή, είχε ήδη καθιερωθεί ως ο ηθικός ηγέτης της Ελληνικής κοινότητας της Βρετανίας. Ήταν επικεφαλής των διαπραγματεύσεων με την Βρετανική κυβέρνηση όταν επρόκειτο να ναυλωθούν Ελληνικά πλοία για λογαριασμό των Συμμάχων στο ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.

ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος

Σύμφωνα με τον Κουλουκουντή, η R&Κ ήταν ο πιο δραστήριος αγοραστής πλοίων από δεύτερο χέρι έως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1934 ο όμιλος είχε ιδρύσει την Counties Ship Management για να διοικεί τον αυξανόμενο στόλο και τις παραμονές του πολέμου διαχειριζόταν 38 πλοία.

Καθώς τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν, η R&Κ ναύλωσε 15 από τα πλοία της στην Ελβετική κυβέρνηση με μια συμφωνία η οποία περιέλαβε σοφά διατάξεις για αναπροσαρμογή των τιμών της μίσθωσης σε τριμηνιαία βάση, η ασφάλεια δε για τον κίνδυνο εκ του πολέμου να καλύπτεται από τους ναυλωτές. Η R&Κ μίσθωσε άλλα 15 πλοία στο Βρετανικό Υπουργείο Προμηθειών για όλη την διάρκεια του πολέμου και ήταν το πρώτο Ελληνικό γραφείο που έκανε μια τόσο σημαντική δέσμευση. Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο τον Οκτώβρη του 1940 και τότε όλα τα Ελληνικά πλοία ενώθηκαν με τις Συμμαχικές δυνάμεις.

Ο Κουλουκουντής πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιούνιο του 1940, όπου ενώθηκε με μια ανελισσόμενη ομάδα αποδήμων Ελλήνων εφοπλιστών με έδρα στην Νέα Υόρκη. Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της νεοσυσταθείσας Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών της Νέας Υόρκης η οποία συντόνιζε τα ζητήματα του Ελληνικού εμπορικού στόλου και την υποστήριξη των πληρωμάτων τους, στην διάρκεια του πολέμου.

Μία εκ των σημαντικών πρωτοβουλιών του ήταν να πείσει την Αμερικανική κυβέρνηση, μέσω της Ελληνικής Πρεσβείας, να διαθέσει 15 νεότευκτα πλοία ‘Liberty’ στην Ελλάδα υπό το καθεστώς της Πράξης Δανείου-Μίσθωσης του 1941. Η Επιτροπή σχημάτισε μια εταιρεία για να τα λειτουργήσει και εργάστηκαν για τους Συμμαχικούς σκοπούς για όλη την διάρκεια της σύγκρουσης. Ήταν ένα καθοριστικής σημασίας συμβάν στην τοποθέτηση της Ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας στις αποζημιώσεις μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν διατέθηκαν στην Ελλάδα 100 εκ των μαζικά κατασκευασμένων πλοίων Liberty υπό το καθεστώς της Πράξης Πωλήσεων Πλοίων του 1946, ο Κουλουκουντής και άλλοι Νεοϋορκέζοι ήξεραν τις δυνατότητες των πλοίων αυτών, ενώ πολλοί από τους συντηρητικούς εφοπλιστές του Λονδίνου παρέμειναν καχύποπτοι σχετικά με τα συγκολλημένα πλοία. Ο Κουλουκουντής παρέλαβε τον δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό πλοίων από κάθε άλλον Έλληνα εφοπλιστή – 11 – μολονότι αρκετά εξ αυτών ήταν συνεταιρικά με άλλους εφοπλιστές. Τα πλοία διατέθηκαν εν μέρει στην βάση αποζημιώσεων εκ του πολέμου και ότι η R&Κ υπέστη σοβαρές απώλειες, χάνοντας τον μισό της στόλο.

μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Έως τότε, ο Κουλουκουντής είχε απολαύσει μια γοητευτική σταδιοδρομία. Αλλά για το υπόλοιπο του βίου του, που πέρασε με βάση κυρίως στην Αμερική, ήταν μια ιστορία ανάμικτης τύχης. Αμέσως μετά τον πόλεμο, η οικογένεια διαφοροποιήθηκε γεωγραφικά και μετακινήθηκε στην αγορά των δεξαμενόπλοιων. Σε μια τεράστια συναλλαγή το 1947 ένας στόλος αποτελούμενος από 58 πρώην ‘Fort’ πλοίων μεταφοράς χύδην φορτίου αγοράστηκαν από την Καναδική κυβέρνηση και λειτουργούνταν από θυγατρικές με έδρα στον Καναδά και από την Counties Ship Management. Την επόμενη χρονιά, ο Εμμανουήλ και ο εξάδελφός του Βασίλης Μαυρολέων ίδρυσαν την London and Overseas Freighters (LOF). Η νέα εταιρία παρήγγειλε τα πρώτα της δεξαμενόπλοια το 1950 και εισήχθη στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου το 1951. Έκτοτε, παρ’όλο που συμμετείχε σε επιχειρήσεις της αγοράς των πλοίων ξηρού φορτίου σε πολλές στιγμές της ιστορίας της, η LOF παρέμεινε κατά κύριο λόγο εταιρεία δεξαμενόπλοιων έως ότου αναλήφθηκε από την Frontline, μια εταιρία υπό τον έλεγχο του Νορβηγού ναυτιλιακού μεγιστάνα John Fredriksen το 1997.

Ο Κουλουκουντής ήταν ακόμα κύριος μέτοχος στην R&Κ, η οποία επίσης άρχισε να λειτουργεί δεξαμενόπλοια για πρώτη φορά. Για τις επιχειρήσεις του με βάση στην Αμερική άρχισε επίσης να επικεντρώνεται στα δεξαμενόπλοια, περιλαμβάνοντας πολλά μεγάλα νεότευκτα που παρήγγειλε από ναυπηγεία με δάνεια εγγυημένα από την Αμερικανική κυβέρνηση στην 10ετία του ’50.

Αλλά επίσης βρέθηκε στην δίνη πολλών αντιπαραθέσεων στην διάρκεια της 10ετίας του ’50 και στις αρχές του ’60. Ήταν ένας εκ των τριών εξεχόντων Ελλήνων – οι άλλοι δύο ήταν ο Ωνάσης και ο Νιάρχος – που κατηγορήθηκαν για την αγορά πλοίων υπό Αμερικανική σημαία μέσω εικονικών εταιριών.

Στο τέλος και οι τρείς πλήρωσαν πρόστιμα. Αυτό συνέβη πριν πολιτογραφηθεί Αμερικανός το 1955. Τα πλοία του Κουλουκουντή ταξίδευαν παγκοσμίως. Αλλά κάποια ήταν βασικά στον εφοδιασμό της Κούβας με πετρέλαιο από την Σοβιετική Ένωση καθώς επίσης στην μεταφορά ζάχαρης στην αντίθετη κατεύθυνση, ενοχλώντας κάποιους Αμερικανούς. Μια συμφωνία να μη μεταφέρονται φορτία προς Κομμουνιστικές χώρες που σύναψε με τον Γερουσιαστή McCarthy στην διάρκεια του πολέμου της Κορέας, ήταν επίσης πολιτικά αμφιλεγόμενη.

Το 1961, εισήλθε σε μια πολύ διαφορετικού τύπου ναυτιλιακή επιχείρηση αγοράζοντας την 60 ετών Bull Line, μια καθιερωμένη Αμερικανικής σημαίας εταιρεία με στόλο οκτώ φορτηγών πλοίων και μια γραμμή εξυπηρέτησης προς το Πόρτο Ρίκο που επίσης επεδίωκε ο Malcom McLean. Ένας εμπορευματικός σταθμός στο Μπρούκλιν καθώς επίσης ακίνητη περιουσία στο Πόρτο Ρίκο και 300 υπάλληλοι συμπεριλαμβάνονταν στην συμφωνία. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, η Bull Line διέκοψε τις εργασίες της και υψηλά λειτουργικά κόστη και συσσωρευμένα χρέη εξανάγκασαν τον Κουλουκουντή να καταθέσει φάκελο αναδιοργάνωσης υπό το άρθρο 11 του Αμερικανικού Πτωχευτικού Κώδικα. Το 1968, όλες οι ναυτιλιακές του επιχειρήσεις με έδρα στην Αμερική, συμπεριλαμβανομένων των Seatrade Corporation, Kulukundis Maritime Industries, Tramp Shipping & Oil Transport καθώς επίσης και η Bull Line, είχαν κηρυχθεί σε πτώχευση.

Παρέμεινε ενεργός στα ναυτιλιακά μετά από αυτό αλλά πιο αθόρυβα. Αργότερα έγραψε ότι η επιτυχία της R&Κ πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ‘οφείλεται στην ικανότητά μας να παίρνουμε γρήγορες αποφάσεις και οι γνώσεις μου για τα πλοία μας βοήθησαν να είμαστε ένα βήμα μπροστά από τους ανταγωνιστές’.

Είναι γεγονός πως είχε φωτογραφική μνήμη και αυτό του έδινε την ικανότητα να ζωγραφίζει εντυπωσιακές λεπτομέρειες σε απεικονίσεις πλοίων που είχε δεί πολλές 10ετίες νωρίτερα. Σπάνια χωρίς το κουτί με τις ακουαρέλες του, ζωγράφιζε οπουδήποτε, συχνά σε εστιατόρια χρησιμοποιώντας την πίσω πλευρά του καταλόγου. Συνέχισε να ζωγραφίζει καλά στα 70 του και στα 80 του και αγαπημένα του πορτραίτα πλοίων, εκτός του ότι είναι πολύτιμοι συλλεκτικοί πίνακες, αποτελούν μια σημαντική καταγραφή μιας περασμένης εποχής των Ελληνικών ατμόπλοιων.